Οικονομία

Τί αποτρέπει τους πάνω από μισό εκατομμύριο ανέργους να «συναντηθούν» με τις ελληνικές επιχειρήσεις

Ποιός είναι ο λόγος που οι αμέτρητοι άνεργοι δεν επιλέγουν ελληνικές επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα το ποσοστό ανεργίας, παρότι μειώνεται, να παραμένει σε σημαντικά υψηλά επίπεδα (10,9% τον Μάρτιο σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ) και σχεδόν 9 στις 10 επιχειρήσεις να δηλώνουν πως αναζητούν –μάταια– εργαζομένους;

Γιατί ακόμη και οι επιχειρήσεις που προχώρησαν τον τελευταίο χρόνο σε προσλήψεις δηλώνουν πως σε ποσοστό πάνω από 30% δυσκολεύτηκαν να βρουν προσωπικό, ενώ ένα 17,2% εκτιμά πως ο βαθμός δυσκολίας είναι τόσο μεγάλος που δεν θα καλυφθούν σωστά οι ανάγκες τους; Και γιατί οι επιχειρήσεις αναζητούν όχι μόνο άκρως εξειδικευμένα και καταρτισμένα στελέχη, αλλά ακόμη κι ανειδίκευτους εργάτες, και μάλιστα για να καλυφθούν ανάγκες σε όλους τους κλάδους της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας; Και τέλος, γιατί οι επιχειρήσεις δεν αυξάνουν τους μισθούς προκειμένου να καλύψουν τις ανάγκες τους;

Η έλλειψη «ταλέντων», η αναντιστοιχία προσφοράς και ζήτησης στην αγορά εργασίας, οι πολλές κενές θέσεις εργασίας παράλληλα με την υψηλή ανεργία αποτελούν πολλές μορφές του ίδιου εξαιρετικά σύνθετου προβλήματος, που παρατηρείται σε παγκόσμιο επίπεδο εδώ και τουλάχιστον μία 10ετία, και εσχάτως (τα τελευταία δύο χρόνια) έκανε την εμφάνισή του πολύ έντονα και στη χώρα μας. Πρόκειται για το αποτέλεσμα πολλών τάσεων και στρεβλώσεων στις αγορές εργασίας, στους διαφορετικούς δηλαδή κλάδους και επαγγέλματα, στην οικονομία, στο εκπαιδευτικό σύστημα αλλά και στην κοινωνία, το οποίο η «Κ» επιδιώκει σήμερα να αναδείξει με τη βοήθεια οικονομολόγων που από τη θέση τους έρχονται καθημερινά σε επαφή με το πρόβλημα.

Γιατί δεν βρίσκουν εργαζομένους οι επιχειρήσεις-1

Υποαμείβονται

Οπως εξηγεί μιλώντας στην «Κ» ο γενικός διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας και του Κέντρου Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής της ΓΣΕΕ Χρήστος Γούλας, η ύπαρξη αναντιστοιχιών μεταξύ προσφοράς και ζήτησης στις αγορές εργασίας είναι ένα μετρήσιμο δεδομένο το οποίο δύσκολα αμφισβητείται, αν και παρατηρείται μια απλοποίηση των παραμέτρων που ουσιαστικά περιορίζουν και τις δυνατότητες επίλυσης του προβλήματος, μέσα από τη διαμόρφωση ανάλογα στοχευμένων δημόσιων πολιτικών. Σύμφωνα με τον κ. Γούλα, οι δυσκολίες των επιχειρήσεων στην ανεύρεση προσωπικού δεν σημαίνουν αναγκαστικά και ότι οι εργαζόμενοι δεν διαθέτουν τις αναγκαίες δεξιότητες. Οι διαθέσιμες θέσεις εργασίας στους περισσότερους παραγωγικούς κλάδους είναι αυτές που δεν απαιτούν υψηλό επίπεδο δεξιοτήτων, με αποτέλεσμα ένας σημαντικά υψηλός πληθυσμός εργαζομένων να βλέπει να υποτιμώνται και να υποαμείβονται οι δεξιότητές του και στην περίπτωση των ανέργων να αγνοούνται, από επιχειρήσεις των οποίων η παραγωγική δομή και οργάνωση βασίζεται στη χαμηλού κόστους εντατικοποιημένη εργασία.

Ο γενικός διευθυντής του ΙΝΕ ΓΣΕΕ επισημαίνει επίσης πως μια κλασική κρίση εργασιακών κινήτρων, η οποία μαστίζει πράγματι επιχειρήσεις που επενδύουν στην παροχή προϊόντων και υπηρεσιών χαμηλού επιπέδου εποχικού χαρακτήρα, παρουσιάζεται ως πρόβλημα μη αντιστοίχισης μεταξύ προσφοράς και ζήτησης δεξιοτήτων. Με αυτόν τον τρόπο βέβαια, επισημαίνει ο κ. Γούλας, υποτιμώνται οι υπαρκτές δεξιότητες των εργαζομένων και υποβαθμίζονται οι παρεχόμενες υπηρεσίες, που μοιραία εστιάζουν στην κατεύθυνση της γρήγορης και εύκολης κερδοφορίας. Μια τρίτη παράμετρος του προβλήματος, σύμφωνα με τον διευθυντή του ΙΝΕ, αφορά τις περιορισμένες επενδύσεις των επιχειρήσεων στην έρευνα και την ανάπτυξη και την ακόμη πιο περιορισμένη συμμετοχή τους στη συνεχιζόμενη επαγγελματική κατάρτιση του προσωπικού τους. Και τέλος μια τέταρτη, εξίσου σημαντική, παράμετρος που σημειώνει είναι η έλλειψη κλαδικών συμβάσεων εργασίας, που θα μπορούσαν να μετεξελιχθούν σε οδικούς χάρτες παραγωγικής ανάπτυξης για τις επιχειρήσεις.

Η μαθητεία και η πρακτική άσκηση δεν λειτουργούν ικανοποιητικά, ενώ λείπει ο επαγγελματικός προσανατολισμός.

Η οικονομική ανάπτυξη που παρατηρείται τα τελευταία τέσσερα χρόνια, με τη δημιουργία 300.000 νέων θέσεων εργασίας, μεγέθυνε το πρόβλημα, καθώς έδωσε ώθηση στη ζήτηση συγκεκριμένων κλάδων και ειδικοτήτων, γεγονός που αύξησε εκ των πραγμάτων την κινητικότητα στην αγορά εργασίας αλλά και τις επιλογές των εργαζομένων, επισημαίνει στην «Κ» ο διευθυντής του Τομέα Απασχόλησης και Αγοράς Εργασίας του ΣΕΒ, Χρήστος Ιωάννου. Και τονίζει πως η αδυναμία κάλυψης των κενών θέσεων εργασίας επιτείνεται εξαιτίας ενός προβλήματος που τείνει να αποκτήσει δομικά χαρακτηριστικά, της αδήλωτης εργασίας, ιδιαίτερα στις θέσεις χαμηλής ειδίκευσης και χαμηλών μισθών. Βέβαια ο κ. Ιωάννου υπογραμμίζει ακόμη ένα μεγάλο πρόβλημα, το γεγονός ότι η τριτοβάθμια εκπαίδευση παράγει και πολλούς ανειδίκευτους πτυχιούχους, που ετεροαπασχολούνται, ενώ και η τεχνολογική εκπαίδευση είναι ελλιπής. «Οι θεσμοί που συνδέουν εκπαίδευση και παραγωγή και διευκολύνουν τη μετάβαση των νέων από την εκπαίδευση στην απασχόληση, όπως η τεχνική επαγγελματική εκπαίδευση, η μαθητεία και η πρακτική άσκηση, δεν λειτουργούν ικανοποιητικά, ενώ λείπει ο επαγγελματικός προσανατολισμός και από τους νέους και τις οικογένειές τους και από το εκπαιδευτικό σύστημα», υπογραμμίζει ο κ. Ιωάννου. Για να συμπληρώσει ότι στα ρυθμιζόμενα τεχνικά αδειοδοτούμενα επαγγέλματα η εκπαίδευση υπολειτουργεί, το περιεχόμενο σπουδών δεν παρακολουθεί τις τεχνολογικές εξελίξεις και οι αδειοδοτήσεις δυσλειτουργούν.

Σύμφωνα με τον κ. Ιωάννου, στις αιτίες αυτού του σύνθετου προβλήματος πρέπει επίσης να προστεθούν παράγοντες όπως:

• Το δημογραφικό που αργά, αλλά σταθερά μειώνει το διαθέσιμο εργατικό δυναμικό.

• Το αυξημένο ποσοστό ανενεργού δυναμικού εργάσιμης ηλικίας, όπως για παράδειγμα οι γυναίκες που αντιμετωπίζουν σημαντικές δυσκολίες παραμονής στην αγορά εργασίας.

• Το σύστημα συνεχιζόμενης εκπαίδευσης – κατάρτισης που ήταν επί πολλά χρόνια μια αυτοεξυπηρετούμενη «φούσκα» απορρόφησης και κατασπατάλησης πόρων και ευκαιριών.

Και όπως χαρακτηριστικά καταλήγει ο διευθυντής Απασχόλησης του ΣΕΒ, «δεν αρκεί για κάποιον εργαζόμενο να τον θέλει μια επιχείρηση, να της κάνουν οι γνώσεις του, η εμπειρία του και οι ικανότητές του, πρέπει και ο ίδιος να θέλει την επιχείρηση που τον θέλει», έχουν δηλαδή και οι επιχειρήσεις σημαντικό μερίδιο ευθύνης.

Γιατί δεν βρίσκουν εργαζομένους οι επιχειρήσεις-2

Η πλειονότητα των νέων μέχρι 25 ετών αμείβεται με έως 500 ευρώ τον μήνα

Η «ρηχή» ελληνική οικονομία, που κατά 90% στηρίζεται στην κατανάλωση, καθώς και το υψηλό κόστος ζωής στην Ελλάδα, σε συνδυασμό με τους ιδιαίτερα χαμηλούς μισθούς και τις συνθήκες εργασίας στη χώρα μας, όπως αυτές διαμορφώθηκαν κυρίως μετά τη 10ετή δημοσιονομική κρίση, αποτελούν –σύμφωνα με τον διευθυντή Ερευνας του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών Ηλία Κικίλια– τις βασικές αιτίες του φαινομένου της αναντιστοιχίας προσφοράς και ζήτησης στην εγχώρια αγορά εργασίας.  

Επισφαλείς θέσεις

Σύμφωνα με τον κ. Κικίλια, αν και έχουμε την πλέον εκπαιδευμένη γενιά που έχει περάσει ποτέ από τη χώρα, οι περισσότερες θέσεις εργασίας που της παρέχονται είναι «επισφαλείς». Σχεδόν οι μισές από τις νέες θέσεις εργασίας που δημιουργούνται κάθε χρόνο, τα τελευταία χρόνια, αφορούν μερικής απασχόλησης και εκ περιτροπής εργασίας. Ακόμη και τα στοιχεία του ΕΦΚΑ, επισημαίνει ο κ. Κικίλιας, δείχνουν πως η πλειονότητα των νέων έως 25 ετών αμείβεται με έως 500 ευρώ τον μήνα, καθώς απασχολείται μερικώς, ενώ και οι νέοι μεταξύ 25 και 34 ετών δεν λαμβάνουν μισθούς άνω των 800 ευρώ. Την ίδια στιγμή η αγοραστική αξία του κατώτατου μισθού, λόγω του υψηλού πληθωρισμού, έχει μειωθεί κατά 40%, ενώ διαπιστώνεται ότι στην Ελλάδα για την αγορά βασικών ειδών δαπανάται το 49% του μέσου μισθού, όταν στην Ιταλία δαπανάται το 27% και στη Γαλλία το 19%. Στο υψηλό κόστος διαβίωσης, με το 1/3 του μισθού να δαπανάται για τρόφιμα και το 1/3 για ενέργεια, πρέπει να προστεθεί και το γεγονός ότι πολλοί νέοι δεν έχουν δικό τους σπίτι, με αποτέλεσμα είτε να μένουν με τους γονείς τους είτε να πληρώνουν σημαντικά υψηλό ενοίκιο. Οπως επίσης και η υπερφορολόγηση, με τον διευθυντή Ερευνας του ΕΚΚΕ να θεωρεί ενδεικτικό το γεγονός ότι το 2022 υπήρξαν 5 δισ. ευρώ επιπλέον από τα προϋπολογισθέντα έσοδα από φόρους, με τα 2/3 των συνολικών εσόδων να αφορούν φόρους κατανάλωσης. 

Σε αυτό το πλαίσιο, το γεγονός ότι κάποιοι εργαζόμενοι διεκδικούν υψηλότερους από τους παρεχόμενους μισθούς για να καλύψουν μια θέση εργασίας δεν μπορεί σε καμία περίπτωση, επισημαίνει ο κ. Κικίλιας, να θεωρηθεί «υπερβολική απαίτηση». Στον αντίποδα, εκτιμά πως οι μισθοί που προσφέρονται είναι ανεπαρκείς να καλύψουν το υψηλότατο κόστος διαβίωσης, πολλώ δε μάλλον εάν προστεθούν σε αυτό οι ιδιωτικές δαπάνες για υγεία και παιδεία, που κατατάσσουν τη χώρα μας μεταξύ των πρωταθλητριών στις χώρες του ΟΟΣΑ. Την εικόνα συμπληρώνουν σημαντικές ελλείψεις στον τομέα των εργασιακών σχέσεων, με την ανυπαρξία συλλογικών συμβάσεων εργασίας, τη μαύρη εργασία, τους εργαζομένους – λάστιχο με σπαστά ωράρια, αλλά και σε ορισμένους τομείς που στόχο έχουν το πρόσκαιρο κέρδος, τις εργασιακές συνθήκες ζούγκλας και μέσα σε όλα αυτά, τους σχεδόν ανύπαρκτους ελέγχους στην αγορά εργασίας.  

Η τεχνική εκπαίδευση

Βέβαια, ο κ. Κικίλιας υπογραμμίζει και τα ζητήματα που έχουν να κάνουν με τις ελλείψεις τόσο σε τεχνικές ειδικότητες –επισημαίνοντας ότι η τεχνική εκπαίδευση στη χώρα μας έχει διαλυθεί σε  τέτοιον βαθμό, που οι σχολές μαθητείας του ΟΑΕΔ φαίνονται για πολλούς νέους άνω των 18 ετών ως μια σημαντική λύση στο επαγγελματικό τους αδιέξοδο– όσο και σε ειδικότητες υψηλού επιπέδου, με την τριτοβάθμια εκπαίδευση να αδυνατεί να παρακολουθήσει με τα προγράμματα σπουδών της τις εξελίξεις.

Τεχνητή νοημοσύνη  

Η πρόκληση των ελλείψεων θα είναι διαρκής τα επόμενα χρόνια. Οι ειδικοί κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου επισημαίνοντας πως απαιτούνται μεγάλες πρωτοβουλίες τόσο από τους εκπροσώπους των κλάδων και των επιχειρήσεων όσο και από την πλευρά της πολιτείας, καθώς χρειάζονται μεταρρυθμίσεις στο εκπαιδευτικό σύστημα ώστε να αντιμετωπιστεί το κενό μεταξύ παιδείας και επαγγελματικής εκπαίδευσης, αλλά και στην αποτελεσματικότερη λειτουργία της αγοράς εργασίας. Απαιτείται, όπως επισημαίνει ο κ. Ιωάννου, ο συνδυασμός της ανθρώπινης νοημοσύνης και γνώσης και της τεχνολογίας, με τη βοήθεια ακόμη και της τεχνητής νοημοσύνης. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα στο CEDEFOP της Θεσσαλονίκης, που λειτουργεί το εργαλείο Skills-OVATE για skills intelligence. Πρόκειται για ένα εργαλείο που αναλύει το περιεχόμενο αγγελιών, τη ζήτηση εργασίας σε όλη την Ευρώπη. Κάτι τέτοιο μπορεί να αξιοποιηθεί άμεσα ως μηχανισμός διάγνωσης των αναγκών και των τάσεων της αγοράς εργασίας για τα επαγγέλματα και τις δεξιότητες από την πολιτεία αλλά και τους φορείς.

Ακολουθήστε το flashnews.gr στο Google News και την σελίδα μας στο Facebook

Τί αποτρέπει τους πάνω από μισό εκατομμύριο ανέργους να «συναντηθούν» με τις ελληνικές επιχειρήσεις

Related Articles

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to top button