Το μεγάλο ταμπού: Μαγαζιά που απαγορεύουν την είσοδο μικρών παιδιών
«Υπάρχει αυτή η άποψη ότι κόσμος χωράει τα παιδιά, αλλά τα παιδιά δεν χωράνε στον κόσμο», λέει ο λέει ο Stephen “Boydie” Boyd, 49 ετών, ιδιοκτήτης του Alma, μιας παμπ στο Crystal Palace, στο νότιο Λονδίνο, που δεν δέχεται παιδιά κάτω των 10 ετών. Μιλά στον Guardian ένα καλοκαιρινό απόγευμα, τη στιγμή που οι περισσότεροι θαμώνες στο μαγαζί του είναι νεαροί ενήλικες, κάποιοι εξ αυτών γονείς γύρω στα 50, κάποιοι έφηβοι με γονείς της Gen ‘Χ.
Η παρατήρηση του Boyd φαίνεται σωστή σε πρώτο και δεύτερο επίπεδο που ξεφεύγει από τις παμπ και τα καταστήματα εστίασης και εκτείνεται σε όλο το πολιτισμικό φάσμα: ότι το πρόβλημα με τα παιδιά (αυτό που ζούμε όλοι, και εδώ στην Ελλάδα, με τις φωνές, τα παιχνίδια ανάμεσα σε καρέκλες και τραπέζια, τις φασαρίες και τα κλάματα) δεν είναι τα παιδιά, αλλά οι γονείς. Δηλαδή, η πεποίθηση αρκετών γονιών –παντού στον κόσμο- ότι το τίμημα του μεγαλώματος των παιδιών είναι κάτι τόσο βαρύ, που με κάποιο τρόπο πρέπει να το μοιραστούν με άλλους. Ότι όλοι κάπως (άραγε, γιατί;) πρέπει να καταλάβουν τι σημαίνει να μεγαλώνεις παιδάκι, ειδικά αν αυτό βρίσκεται σε εκείνη την τρομερή περίοδο κάτω των 10 ετών. Εκεί όπου καμία νουθεσία και κανένα μάλωμα μοιάζει να μη βρίσκει αποδέκτη.
Ο Martin Bridge, 52 ετών, ιδιοκτήτης του Whippet Inn, ενός μπουτίκ εστιατορίου –που δεν δέχεται παιδιά- στο Γιορκ, φαίνεται να συμφωνεί με το παραπάνω. «Όντας στον κλάδο εδώ και 30 χρόνια – και επίσης έξω για ψώνια, έξω σε δημόσιους χώρους, έξω σε χώρους εστίασης – το πώς οι γονείς βλέπουν την ευθύνη των παιδιών τους και το πώς έχει αλλάξει αυτό, είναι αρκετά εντυπωσιακό. Νιώθω ότι τα παιδιά των άλλων είναι πλέον η ευθύνη όλων μας, συνεχώς». Το άλλο αστείο, αλλά όχι και τόσο αστείο τελικά, δεν είναι όπως λέει ο Boyd οι εξωφρενικές παραγγελίες των γονιών, αλλά ο… όγκος τους.
«Χυμός μήλου με νερό μέσα – babyccinos!-, ‘να μας το ζεστάνετε αυτό, αλλά όχι πολύ’, ‘ αφαιρέστε από την όποια συνταγή τα μανιτάρια, τα κρεμμύδια, το αλάτι, το πιπέρι’. Και φυσικά, υπάρχει και το εκκωφαντικό παράδοξο γονέων που βρίσκονται σε καταστήματα ενηλίκων, αλλά μπορεί να κάνουν παρατήρηση σε θαμώνες γιατί καπνίζουν, γιατί λένε κακές κουβέντες μπροστά στα παιδιά τους και πάει λέγοντας»…
Το Whippet δεν δέχεται παιδιά από τότε που άνοιξε, πριν από 10 χρόνια. Ο Bridge θυμάται ότι αυτό δεν πήγε ακριβώς καλά στην αρχή. «Δεχθήκαμε τόσες πολλές αρνητικές κριτικές που ήταν εξωπραγματικό αυτό που συνέβαινε. Οι άνθρωποι έρχονταν και μας ούρλιαζαν μέσα στο μαγαζί μας. Ήταν αρκετά τρομακτικό όλο αυτό, κυρίως για το προσωπικό μας. Οι νέοι γονείς, πάντως, ήταν οι χειρότεροι».
Όπως εξηγεί ο ίδιος, επιλέγοντας πολύ προσεκτικά τις λέξεις του, είχε την αίσθηση ότι όλη αυτή η αντίδρασή δεν είχε καν να κάνει με το μαγαζί και την απόφασή του να μη δέχεται παιδιά, αλλά με το ότι οι γονείς αυτή την απόφαση την αντιμετώπιζαν ως ένα ορόσημο περιορισμού των ελευθεριών τους και ισοπεδωτικής αλλαγής της ζωής τους με την απόκτηση ενός παιδιού ή και περισσοτερων.
Ο ίδιος θυμάται και επισημαίνει ταυτόχρονα ότι το να μην επιτρέπεται η πρόσβαση μικρών παιδιών σε καταστήματα ενηλίκων δεν είναι κάτι καινούριο. Παλιά αυτό ήταν ο κανόνας και ήταν πολύ πιθανό να δει κανείς στο Λονδίνο παιδάκια να παίζουν στο αυτοκίνητο με ανοιχτό το παράθυρο, αν οι γονείς τους αποφάσιζαν να σταματήσουν για μια μπίρα.
Για την ακρίβεια μέχρι το 1995 ήταν παράνομο να μπαίνουν σε παμπ στην Αγγλία και την Ουαλία άτομα κάτω των 14 ετών. Όταν αυτό άλλαξε, εν μέσω σημαντικών ηθικών αντιδράσεων, δεν προωθήθηκε ως θέμα γονικών δικαιωμάτων, αλλά με μια διάθεση του τύπου: δεν θα ήταν καλύτερα αν μοιάζαμε περισσότερο στην ηπειρωτική Ευρώπη;
Μέχρι τον 21ο αιώνα, ωστόσο, η μόδα είχε αντιστραφεί, σε βαθμό που ήταν ασυνήθιστο για μια παμπ να μην έχει παιδικό μενού. Μέχρι το 2010, οι παμπ στην Αγγλία πειραματίζονταν με παιδότοπους και επιτραπέζια, όμως, το άγχος των καταστηματαρχών αυξανόταν, όταν οι γονείς μπορεί να έπιναν ένα ποτήρι παραπάνω. Ποιος θέλει βάρος στη συνείδησή του το γεγονός ότι γονιός αποχώρησε μεθυσμένος ή έστω ελαφρώς πιωμένος από το κατάστημα, έχοντας να κρατήσει και ένα παιδί από το χέρι; Πόσω μάλλον να οδηγήσει σε αυτή την κατάσταση έχοντας και παιδιά στο αυτοκίνητο.
Πρόσφατα, όμως, ορισμένα μέρη του κόσμου άρχισαν να αντιδρούν σ’ αυτή την κατάσταση. Η Νότια Κορέα έχει 451 ζώνες απαγόρευσης παιδιών, οι οποίες είναι διάσπαρτες σε όλη τη Σεούλ και έχουν εξαπλωθεί σε τουριστικές περιοχές όπως το Μπουσάν και το νησί Τζέτζου. Πιστεύεται ότι αυτές οι ζώνες ξεκίνησαν μετά από ένα περιστατικό, όπου μια μητέρα κατήγγειλε ότι το παιδί της είχε ζεματιστεί από μια σερβιτόρα που μετέφερε καυτή σούπα.
Η επακόλουθη οργή οδήγησε το εστιατόριο να δώσει στη δημοσιότητα υλικό από κάμερες κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης, το οποίο έδειχνε το παιδί συμπεριφερόταν με τρόπο που σίγουρα θα κατέληγε σε ατύχημα. Επίσης, ότι η μητέρα του ελάχιστα παρενέβη για να το συνετίσει. Το 2013, δικαστήριο που έγινε για τη συγκεκριμένη υπόθεση, έκρινε ότι το παιδί ήταν εν μέρει υπεύθυνο γι’ αυτό που συνέβη και συνεκδοχικά και η μητέρα του.
Ας το δούμε και από την άλλη, όμως: μήπως όλο αυτό, όλη αυτή η τάση του να εξορίζονται γονείς και παιδιά από κάποια καταστήματα και χώρους, δεν είναι καμουφλαρισμένος μισογυνισμός που εννοεί να στείλει τις μητέρες με τα παιδιά τους πίσω στο σπίτι, εκεί όπου κάθε μισογύνης θεωρεί ότι ανήκουν οι γυναίκες, πόσω μάλλον εκείνες που αποφασίζουν να γίνουν μητέρες;
Τότε ήταν που ξεκίνησε μια νέα μάχη που εξελίχθηκε σε εκστρατείες, διακηρύξεις και νομοθέτηση (το Τζέτζου εργάζεται για την απαγόρευση της… απαγόρευσης των παιδιών). Η Εθνική Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Κορέας αποφάσισε το 2017 ότι τα δικαιώματα των παιδιών θα πρέπει να γίνονται σεβαστά και ότι έχουν προτεραιότητα έναντι της ελευθερίας των ιδιοκτητών να λειτουργούν τις επιχειρήσεις τους. Εννοείται ότι αυτή η απόφαση δεν έκανε τη διαφορά στην αιώνια διαμάχη ενηλίκων που διεκδικούν τον χώρο τους (πληρώνοντας φυσικά) και την ελευθερία να απολαμβάνουν ήρεμοι αυτό που πληρώνουν.
Κι άλλα μαγαζιά, ωστόσο, απ’ άκρη σ’ άκρη στην Ευρώπη εφαρμόζουν αυτές τις απαγορεύσεις. Μια καφετέρια στην Ιρλανδία, μία σπαγγετερία στο Νιου Τζέρσι, ξενοδοχεία και εστιατόρια και μπαρ ακόμα και εδώ στην Ελλάδα. Και κάθε φορά αυτά τα καταστήματα σηκώνουν το βάρος της οργής και των αντιδράσεων γονιών που ναι μεν θέλουν να πάνε εκεί, σε αυτό το συγκεκριμένο ξενοδοχείο, σε αυτό το συγκεκριμένο μαγαζί, αλλά απλώς δεν μπορούν.
Ας το δούμε και από την άλλη, όμως: μήπως όλο αυτό, όλη αυτή η τάση του να εξορίζονται γονείς και παιδιά από κάποια καταστήματα και χώρους, δεν είναι καμουφλαρισμένος μισογυνισμός που εννοεί να στείλει τις μητέρες με τα παιδιά τους πίσω στο σπίτι, εκεί όπου κάθε μισογύνης θεωρεί ότι ανήκουν οι γυναίκες, πόσω μάλλον εκείνες που αποφασίζουν να γίνουν μητέρες; Βέβαια, υπάρχουν κι άλλες εκδοχές του ερωτήματος: τι συμβαίνει με μία κοινωνία που δεν μπορεί να συνεννοηθεί με τα παιδιά της; Και επίσης, ποιος είναι τελικά εγωιστής και αντικοινωνικός; Ο (νέος) γονιός που καταταλαιπωρημένος από τα βάσανα της γονεϊκότητας τα θέλει όλα προσαρμοσμένα στα μέτρα του ή όλοι οι άλλοι που είτε δεν μπορούν είτε δεν θέλουν (και είναι σεβαστό και αυτό) να χαρίσουν ούτε ένα εκατοστό από τα δικά τους όρια;
Για την ιστορία, ο Boyd απαγόρευσε για πρώτη φορά την είσοδο τα άτομα κάτω των 18 ετών όταν άνοιξε ξανά το Alma μετά τον Covid και δεν έβρισκε τρόπο να επιβάλει τον κανόνα των έξι και την κοινωνική αποστασιοποίηση με τα παιδιά να τρέχουν πάνω κάτω σε όλο το μαγαζί. Η κόρη του τον έπεισε αργότερα να μειώσει το όριο ηλικίας στα 10 έτη, με το σκεπτικό ότι τα παιδιά αυτής της ηλικίας ξέρουν πλέον να πειθαρχούν, τουλάχιστον μέχρι να τελειώσουν το φαγητό ή το ποτό τους οι γονείς τους.
Όπως εξηγεί ο ίδιος η αλλαγή επέτρεψε στο μαγαζί του να «αναπνεύσει»: πιο χαλαρή ατμόσφαιρα, πιο ικανοποιημένοι και λιγότερο «τσιτωμένοι» πελάτες, μεγαλύτερη διάρκεια παραμονής τους στον χώρο και πιο ακριβές επιλογές στο μενού. «Ανοίγαν επιτέλους το μενού με τα κρασιά. Οι νέοι γονείς δεν παραγγέλνουν εύκολα αλκοόλ. Με την τωρινή κατάσταση, της ηρεμίας, της χαλάρωσης, οι πελάτες θα ανοίξουν κι ακόμα ένα μπουκάλι κρασί», εξηγεί. Επίσης, σταθεροποιήθηκε το προσωπικό. Ο κόσμος δεν παραιτείται, δεν αποφεύγει βάρδιες στις οποίες θα βρεθούν στο κατάστημα ζευγάρια με μικρά παιδιά.
Η Edie Denvir, 28 ετών, εργάζεται στο Alma εδώ και 18 μήνες και μιλάει με επιείκεια μεν για το φαινόμενο των νέων γονέων με άτακτα παιδιά σε χώρους ενηλίκων. «Δεν θα ήθελα να γενικεύσω. Πολλοί γονείς είναι πολύ εντάξει, αλλά η υψηλότερη δαπάνη για το τραπέζι, προφανώς και σημαίνει καλύτερα φιλοδωρήματα», εξηγεί.
Τη δύσκολη αυτή συνθήκη τη γνωρίζουν όλοι, πελάτες και ιδιοκτήτες και προσωπικό. Και προφανώς, όλοι ξέρουν ότι δεν γεννά κάποιος έτοιμο ένα παιδάκι στην ηλικία των 10 ετών και της συνεννόησης. Ωστόσο, η αμηχανία των θαμώνων σε καταστάσεις όπου τα πράγματα ξφεύγουν και οι γονείς μοιάζουν αδύναμοι ή και απρόθυμοι να αναλάβουν τον έλεγχο των παιδιών τους, μπορεί να ξεσηκώσει μεγάλα debate, από εκείνα που έχουν κυρίως ηττημένους.
Ένας από τους πελάτες της παμπ το θέτει αρκετά σωστά: «Δεν έρχομαι εδώ για να απολαύσω τα… παιδιά των άλλων. Έρχομαι για να πιω το ποτό μου». Και φυσικά, αυτό σκέφτονται όλοι – και οι ιδιοκτήτες, ειδικά όταν βλέπουν την πελατεία τους να αραιώνει. Και προφανώς αυτό είναι και το νόημα των «απαγορευμένων ζωνών» για παιδιά. Με το debate να μένει ανοιχτό.
ΠΗΓΗ: Guardian
https://www.lifo.gr/tropos-zois/living/megalo-tampoy-magazia-poy-apagoreyoyn-tin-eisodo-mikron-paidion