Πώς (και γιατί) «κάθε» εργασιακό περιβάλλον έγινε τοξικό;
Σχεδόν σε κάθε εταιρεία, υπάρχει ένας εργαζόμενος που πιστεύει ότι ο χώρος εργασίας του είναι «τοξικός». Ο όρος έχει γίνει ένα σύνθημα για να περιγράψει όλα τα είδη εργασιακών ζητημάτων: μεγάλα προβλήματα, όπως ανήθικες, καταχρηστικές, μεροληπτικές και ακόμη και παράνομες συμπεριφορές, αλλά και καθημερινά ζητήματα, όπως για παράδειγμα την κουλτούρα της υπερεργασίας, τα εξουθενωτικά ωράρια ή απλώς τα συνήθη παράπονα που μπορεί να ακούσει κανείς μέσα σε ένα οποιοδήποτε εργασιακό περιβάλλον για τις πολιτικές που διέπουν την εκάστοτε εργασία.
Κι όμως: πρόσφατες μελέτες που εκπονήθηκαν για την τοξικότητα στον χώρο εργασίας κατέληγαν με κάτι πολύ συγκεκριμένο ως συμπέρασμα που αφορούσε κυρίως τον θολό και κάπως ασαφή ορισμό της λέξης «τοξικό».
Τον Αύγουστο που μας πέρασε, η σούπερ σταρ Lizzo κατηγορήθηκε –και μάλιστα κατατέθηκε μήνυση εναντίον της- για τη δημιουργία «εχθρικού εργασιακού περιβάλλοντος» μέσω «σεξουαλικής, θρησκευτικής και φυλετικής παρενόχλησης, διακρίσεων λόγω αναπηρίας, επίθεσης και παράνομης κατακράτησης ατόμων». Τον Σεπτέμβριο, το Rolling Stone περιέγραψε το αμερικανικό late-night talk show “The Tonight Show” ως «ένα τοξικό εργασιακό περιβάλλον», μετά από καταγγελίες εργαζομένων για ατμόσφαιρα υψηλής πίεσης, ασταθή συμπεριφορά του παρουσιαστή της εκπομπής, Τζίμι Φάλον και εκφοβισμό των εργαζομένων από ιεραρχικά ανώτερους στην παραγωγή.
Και εδώ έρχονται οι ειδικοί (ψυχολόγοι, εργατολόγοι, κοινωνιολόγοι) και λένε κάτι παράξενο – ότι όταν η «τοξικότητα» διογκώνεται ως όρος για να σημαίνει τόσα πολλά, στη συνέχεια μπορεί να φτάσει να σηματοδοτεί τόσο λίγα. Τι εννοούν; Ότι η υπερβολική χρήση και η λανθασμένη απόδοση της λέξης μπορεί να ελαχιστοποιήσει ή ακόμη και να καλύψει τα πραγματικά προβλήματα στον χώρο εργασίας. Και αυτό μπορεί να δημιουργήσει ένα εντελώς νέο σύνολο προβλημάτων.
Λίγη ιστορία για τον περί… τοξικότητας όρο
Κάπου εδώ όμως, αξίζει να πούμε ότι ο όρος «τοξικός» έχει έτσι κι αλλιώς μια βίαιη ιστορία. Στην αρχαιότητα, οι Σκύθες τοξότες βουτούσαν τις αιχμές των βελών τους σε ένα μείγμα αίματος, κοπριάς και δηλητηρίου φιδιού. Οι Έλληνες το ονόμαζαν αυτό «τοξικόν φαρμακόν», που σε ελεύθερη μετάφραση σημαίνει «δηλητηριασμένα βέλη». Δανεισμένο από τα λατινικά και τα γαλλικά, το “toxic” καταγράφηκε για πρώτη φορά στα αγγλικά τον 17ο αιώνα για να περιγράψει το δηλητήριο.
Στη βιομηχανική εποχή, ο όρος “τοξικό” αποδόθηκε σε χώρους εργασίας που, κατά κυριολεξία ήταν τοξικοί, ανέδυαν δηλητηριώδεις αναθυμιάσεις ή κάτι παρεμφερές: επικίνδυνα υλικά και καρκινογόνες χημικές ουσίες. Εδώ, λοιπόν ο όρος «τοξικός» ερχόταν για να περιγράψει μία, κυριολεκτικά, επικίνδυνη, τοξική κατάσταση για τον ανθρώπινο οργανισμό.
Σύμφωνα με την Αμερικανική Ιστορική Ένωση, η μεταφορά πρωτοεμφανίστηκε στη νοσηλευτική: ένας οδηγός για την ηγεσία του 1989 όριζε τους «τοξικούς χώρους εργασίας» ως εκείνα τα εργασιακά περιβάλλοντα που χαρακτηρίζονται από συγκρούσεις μεταξύ ρόλων, ασαφείς στόχους και αξίες, επιθετική επικοινωνία και σενάρια στα οποία το προσωπικό, οι εργαζόμενοι δηλαδή δεν αντιμετωπίζονται ως φυσικές παρουσίες και πλάσματα με λογική και αισθήματα, αλλά ως αναλώσιμα που μπορούν να ξοδευτούν κατά το δοκούν (του προϊσταμένου) σε έναν ακήρυχτο πόλεμο φιλοδοξιών και αρχομανών προσωπικοτήτων.
Κατά τη διάρκεια των επόμενων δεκαετιών, το «τοξικό», ως επιθετικός προσδιορισμός ενός περιβάλλοντος, άρχισε να «κολλάει» παντού. Ας πούμε, ήταν η λέξη της χρονιάς του Oxford Dictionaries το 2018, μετά το κίνημα #MeToo και την ανατολή της «τοξικής αρρενωπότητας», ως σύνθετου όρου και προκειμένου αμφότερα να περιγράψουν εχθρικά, επιβλαβή για την ψυχική και σωματική υγεία εργασιακά περιβάλλοντα.
Τα επόμενα χρόνια, ωστόσο, ο όρος «τοξικός» χρησιμοποιήθηκε και για να περιγράψει τις καθημερινές ενοχλήσεις στο χώρο εργασίας, λέει ο Thomas Erikson, ειδικός σε θέματα συμπεριφοράς και συγγραφέας του βιβλίου Surrounded By Bad Bosses (μτφρ: Περικυκλωμένοι από Κακά Αφεντικά), με έδρα τη Στοκχόλμη.
«Η λέξη έχει περάσει σε κατάσταση υπερχρήσης και υπερπληθωρισμού», λέει και συνεχίζει: «Συχνά χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει δραματικά καταστάσεις που στην πραγματικότητα δεν είναι “δηλητηριώδεις”, αλλά μάλλον αρνητικές εμπειρίες με έναν άθλιο μάνατζερ. Το ‘τοξικό’ έχει χρησιμοποιηθεί τόσο πολύ που δεν αντιδρώ όταν το βλέπω πλέον».
Σε αντίθεση με την αυξανόμενη επικράτηση των τοξικών εργασιακών χώρων, ο Erikson κατηγορεί τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για την εκλαΐκευση του όρου και την υπερβολή του.
Ενώ η τεχνολογία δημιουργεί περισσότερες ευκαιρίες για την αποκάλυψη πραγματικά επιβλαβών εργασιακών χώρων, μπορεί επίσης να ενθαρρύνει τους εργαζόμενους να μοιράζονται τα παράπονα στον χώρο εργασίας κάτω από έναν συλλεκτικό, αυτοτροφοδοτούμενο όρο, λέει. «Οι υπερβολές συχνά αποσκοπούν στο να τραβήξουν την προσοχή. Και τα πάντα διαδίδονται ταχύτερα τώρα: αναζητήστε το ‘#toxicworkplace’, και αυτομάτως θα σας… πνίξει ο θόρυβος».
Όταν η απλή αντιπάθεια γίνεται τοξικότητα
Τι θέλει να πει με αυτό ο συγγραφέας μας; Ότι τα social media προσφέρουν ευκολία στην επικοινωνία και ταχύτητα στο «μοίρασμα». Πολλοί εργαζόμενοι πλέον τα επιλέγουν για να μοιραστούν με άλλους τις συνθήκες εργασίας που δεν αποδέχονται πλέον – ακόμα και αυτές που δεν είναι απαραίτητα τοξικές. Και η ανοχή για τους θεωρούμενους προβληματικούς χώρους εργασίας έχει συρρικνωθεί μετά την πανδημία, λέει η Natalie Norfus, διευθύνουσα σύμβουλος και συνιδιοκτήτρια της εταιρείας συμβούλων ανθρώπινου δυναμικού The Norfus Firm, που εδρεύει στο Μαϊάμι των ΗΠΑ.
«Οι άνθρωποι έχουν επαναξιολογήσει τι σημαίνει η εργασία γι’ αυτούς και έχουν αμφισβητήσει αν οι κουλτούρες της έντασης, των φωνασκιών, των συνεχών και ασφυκτικών deadlines και της επαγγελματικής εξουθένωσης αξίζουν πραγματικά τον κόπο. Λιγότεροι εργαζόμενοι έχουν πλέον ενέργεια για όλο αυτό – είναι πλέον πιο πρόθυμοι να διαμαρτυρηθούν για θέματα που δεν θα το έκαναν πριν».
Αυτό όμως είναι κάτι άλλο –το χαώδες εργασιακό περιβάλλον, η απρόβλεπτη συμπεριφορά συναδέλφων ή προϊσταμένων- και είναι άλλο πράγμα οι σοβαρές υποθέσεις (για παρενόχληση, για κακοποίηση, για ταπείνωση) που παίρνουν τον δρόμο της δικαιοσύνης: όταν κάνεις αυτή τη σύγκριση, αυτομάτως καταλαβαίνεις και τη σημαντική διαφορά, που ενδεχομένως δεν εντάσσεται κάτω από την ομπρέλα του light όρου «τοξικός».
Το «τσουβάλιασμα» όλων των σοβαρών θεμάτων που μπορούν να ανακύψουν στον εργασιακό χώρο στον ίδιο «τοξικό» κουβά, σημαίνεται σημαίνει ότι τα πραγματικά επιβλαβή περιβάλλοντα μπορεί να μην λαμβάνονται τόσο σοβαρά υπόψη και φυσικά να μην αντιμετωπίζουν συνέπειες, λέει ο Donald Sull, λέκτορας στο MIT Sloan School of Management, που εδρεύει στη Μασαχουσέτη των ΗΠΑ. «[Αυτή η γενίκευση] απαξιώνει τον όρο: όταν όλα όσα δεν σας αρέσουν είναι ‘τοξικά’, χάνει την όποια ρητορική δύναμη είχε κάποτε ο όρος. Και αυτό είναι επιβλαβές, επειδή τα αφεντικά βλέπουν αυτή τη λέξη και τους είναι πιο εύκολο να την απορρίψουν – ότι είναι μια λέξη που χρησιμοποιούν όλοι».
Ο Sull λέει επίσης ότι οι συγκρούσεις προσωπικότητας που οι εργαζόμενοι συχνά χαρακτηρίζουν «τοξικές» δεν είναι στην πραγματικότητα τέτοιες – και σε ορισμένες περιπτώσεις, οι συγκρούσεις αυτές είναι σημαντικές για την επιτυχία, ιδίως σε ανταγωνιστικούς κλάδους. Προσθέτει ότι οι καινοτόμοι, ευέλικτοι χώροι εργασίας συχνά συνοδεύονται από συμβιβασμούς.
«Σε αυτές τις περιπτώσεις, ίσως θα ήταν καλύτερα αν οι προϊστάμενοι ή ακόμα και οι ίδιοι εργοδότες ως επικεφαλής ήταν πιο ξεκάθαροι αναφορικά με τις απαιτήσεις τους: αν χρησιμοποιούσαν λιγότερο εκείνο το κλισέ τύπου ‘είμαστε μια καινοτόμος, cool startup που αλλάζει τον κόσμο’ και περισσότερο το πιο ειλικρινές ‘αν θέλετε να εργαστείτε εδώ, θα έχετε μια κακή ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής’».
Ο Erikson πάλι, επισημαίνει ότι ο όρος «τοξικός» μπορεί να αποτελέσει δεκανίκι για τους εργαζόμενους, οι οποίοι μπορεί να θεωρούν ευκολότερο να καταφύγουν σε μια ασαφή ετικέτα παρά να κάνουν σκληρές συζητήσεις με τον προϊστάμενό τους.
«Αν καλέσω το τμήμα Ανθρώπινου Δυναμικού και πω ότι ο διευθυντής μου είναι “τοξικός”, τι σημαίνει αυτό στην πραγματικότητα; Σημαίνει ότι είναι πιο εύκολο να κολλάς ταμπέλες, να ευθύνεται πάντα κάποιος άλλος και να απαλλάσσεις τον εαυτό σου από την ευθύνη, αντί να καθίσεις μαζί τους, να θέσεις άμεσα ένα ζήτημα και να κάνεις μια συζήτηση για ενήλικες για το πώς μπορείτε και οι δύο να βελτιώσετε τα πράγματα».
Ένας καλύτερος ορισμός;
Η ανάλυση του Sull τον Μάρτιο του 2022 σε 1,4 εκατομμύρια αξιολογήσεις της Glassdoor που γράφτηκαν από εργαζόμενους στις ΗΠΑ διαπίστωσε ότι τα πέντε κορυφαία χαρακτηριστικά της τοξικής κουλτούρας στον χώρο εργασίας, ήταν η έλλειψη σεβασμού, η μη αποκλειστικότητα, η αντιδεοντολογική συμπεριφορά, τα πισώπλατα μαχαιρώματα και οι εν γένει καταχρηστικές συμπεριφορές.
Με βάση τα δεδομένα, ο Sull λέει ότι το «τοξικό», ως προσδιορισμός, θα πρέπει να προορίζεται για τις πιο εξωφρενικές συμπεριφορές που θα ήταν συνήθως απαράδεκτες εντός ή εκτός του χώρου εργασίας, όπως η ανεντιμότητα και οι διακρίσεις, οι οποίες μπορεί να παραβιάζουν το νόμο.
«Οι άνθρωποι έχουν ένα βασικό σύνολο προσδοκιών όταν φτάνουν στην εργασία τους: να τους σέβονται και να μην τους αποκλείουν εξαιτίας ενός χαρακτηριστικού άσχετου με την ικανότητά τους», εξηγεί ο Sull. «Όταν αυτό παραβιάζεται, προκαλεί μια εξαιρετικά ισχυρή αρνητική αντίδραση – σπάει το ψυχολογικό συμβόλαιο της εργασίας», τονίζει.
Αν και ο πήχης για να χαρακτηριστεί ένας χώρος εργασίας «τοξικός» θα πρέπει να είναι υψηλός, λέει ο ίδιος, σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται από την εμπιστοσύνη στο ένστικτό μας. «Είναι άλλο πράγμα να αντιμετωπίζεις τη συνήθη γραφειοκρατία στον εργασιακό χώρο και άλλο αν σε κακομεταχειρίζονται, σε υποτιμούν και δεν σε σέβονται μπροστά στους συναδέλφους σου. Το να έχεις έναν κόμπο στο στομάχι και άγχος που δεν μπορείς να ξεχάσεις μέχρι το τέλος της εργάσιμης μέρας. Ας αφήσουμε το “τοξικό” για τέτοια παραδείγματα και ας χρησιμοποιήσουμε όρους όπως “εκνευρισμός” και “απογοήτευση” για τις συνήθεις γκρίνιες στον χώρο εργασίας», καταλήγει.
Με πληροφορίες από το BBC.com
https://www.lifo.gr/now/world/pos-kai-giati-kathe-ergasiako-periballon-egine-toxiko