Η κρύα, χρωματιστή, εβαπορέ Κοπεγχάγη
Τι ειναι αυτό που το λένε Κόπεν
Η Κοπεγχάγη είναι χρωματιστή. Είναι κρύα. Είναι μικρή.
Θα μείνω μόνο 48 ώρες. Κάνω όμως σαν να έχω λιγότερο χρόνο στη διάθεσή μου. Με πιάνει μια φρενίτιδα να ζήσω τη φάση «εβαπορέ». Να ‘ναι συμπυκνωμένο το παρόν, ώστε να αραιώνω μετά και να μου φτουρήσει το ταξίδι.
Με κουρδίζω νευρωτικά να πάω σε όσο περισσότερα εστιατόρια, μουσεία, μπαρ, πάρκα και κήπους μπορώ.
«Ζήσε έντονα, ψόφα γρήγορα» (απ’ το κρύο). Να το σύνθημα για τις επόμενες ώρες.
Τον δέκατο έβδομο αιώνα εδώ ναυπηγούσαν τα ξύλινα πλοία του βασιλείου της Δανίας και της Νορβηγίας. Τουτέστιν επρόκειτο για κακόφημη περιοχή με ναύτες, πόρνες και νταραβέρια. Γρήγορα όμως κατάλαβαν ότι με τέτοια εμβληματικά κτίρια και θέα στο κανάλι καλό θα ήταν να τη σουλουπώσουν και να της δώσουν το μέλλον που της αξίζει. Οπέρ και εγένετο.
Έχω πάθει ένα είδος ταξιδιωτικού σαδισμού. Ενώ ο πραγματικός μου εαυτός θέλει τη βραδύτητα, ο «εξαποδώ» με εξαναγκάζει σε μια νευρωτική ανακάλυψη της πόλης.
«Θα το εξαντλήσω το πάλαι ποτέ ψαροχώρι των Βίκινγκ», λέω μεγαλόφωνα, λες και η ίδια η φωνή μου μού δίνει το θάρρος να βγω έξω στους -4 βαθμούς. Ο άνεμος που έρχεται τρυπάει τα κόκαλα και νιώθω ότι εκτίω ποινή στη Σιβηρία.
Ευτυχώς, η Κόπεν (όπως τη λέω για συντομία) είναι μικρή, περπατιέται εύκολα, σου αποκαλύπτεται γρήγορα, σαν πρόθυμη ερωμένη που απ’ το πρώτο ποτό που την κερνάς έρχεται σπίτι σου.
Πιο κοντή πουθενά
Βγαίνω απ’ το ξενοδοχείο 71 Νyhavn Ηotel σαν κυνηγημένη. «Νyhavn», μαθαίνω, σημαίνει «νέο λιμάνι», αν και πρόκειται για το παλιό.
Η Nyhavn είναι ο δρόμος με τα πολύχρωμα σπιτάκια που βλέπεις κάθε φορά που γκουγκλάρεις την Κοπεγχάγη.
Tον δέκατο έβδομο αιώνα εδώ ναυπηγούσαν τα ξύλινα πλοία του βασιλείου της Δανίας και της Νορβηγίας, τουτέστιν επρόκειτο για κακόφημη περιοχή με ναύτες,πόρνες και νταραβέρια. Γρήγορα όμως κατάλαβαν ότι με τέτοια εμβληματικά κτίρια και θέα στο κανάλι καλό θα ήταν να τη σουλουπώσουν και να της δώσουν το μέλλον που της αξίζει. Οπέρ και εγένετο.
Στη Nyhavn βρισκόταν και το σπίτι του παραμυθά Χανς Κρίστιαν Άντερσεν. Η Κόπεν σηκώνει τα παραμύθια. Με τόσο κρύο, είναι στιγμές που νιώθω ότι είμαι κι εγώ το κοριτσάκι με τα σπίρτα, ειδικά όταν η βροχή δυναμώνει και βλέπω μέσα απ’ το αχνισμένο τζάμι τη ζεστασιά των άλλων.
Έχει έναν αλαφιασμένο αέρα που κάνει την ομπρέλα να γυρίζει ανάποδα, μοιάζει ότι θα με πάρει και θα με σηκώσει. Δεν με παίρνει, όμως, ούτε με σηκώνει, είμαι στην ίδια θέση, εμφανώς βρεγμένη και κουρασμένη από την προσπάθεια να διαχειριστώ την ομπρέλα μου.
Την πετάω στα σκουπίδια, βάζω κουκούλα και περπατάω στη βροχή (χωρίς να τραγουδάω).
Τα πολύχρωμα σπιτάκια της Nyhavn είναι σαν να μου λένε: «Καλά έκανες, κι εμείς βρεχόμαστε, αλλά παραμένουμε πολύχρωμα».
Η πρώτη εντύπωση είναι ότι η πόλη μοιάζει με σκηνικό ταινίας. Κάποιοι τη λένε Βενετία του Βορρά. Δεν μου θυμίζει τη Βενετία, αλλά μοιάζει σαν να την έφτιαξαν για να γουστάρεις. Σαν να αποφάσισαν το μουντό να το κάνουν χαριτωμένο. Τους σκέφτομαι να λένε: «Βάλτε ένα κανάλι, τσεκ. Βάλτε ωραία, φροντισμένα σπιτάκια, τσεκ. Βάψτε κόκκινα, κίτρινα, μπλε, όχι τα καραβάκια αλλά τα σπιτάκια, τσεκ. Βάλτε ψηλούς, γεροδεμένους απόγονους των Βίκινγκ, τσεκ. Που χαμογελάνε συνέχεια ως o δεύτερος πιο ευτυχισμένος λαός στον κόσμο που είναι, τσεκ. Βάλτε και χαμογελαστές, όμορφες Δανές, δύο μέτρα γυναίκες με κόκκινα μάγουλα, τσεκ.
(Στη Δανία ένιωσα πιο κοντή από ποτέ.)
Δεν θα γίνω ποτέ βετζετέριαν
Πρώτη στάση για μπέργκερ στο «La gasoline» που, ναι, είναι ένα μπεργκεράδικο μέσα σε βενζινάδικο και σε εφοδιάζει, εκτός από βενζίνη, και με μπέργερ. Μου την είχαν δώσει τη διεύθυνση ως «πολύτιμη», με τη συμβουλή να πάω πριν από οτιδήποτε για να χωρέσω στο πρόγραμμά μου και μια δεύτερη επίσκεψη. Δίκιο είχαν! Μιλάμε για ένα μπέργκερ τόσο καλό που το τρώω σε κάτι βρεγμένα παγκάκια (τα οποία σκουπίζω με χαρτομάντιλα), κάτω απ’ τη βροχή, σαν να ‘ναι το πρώτο γεύμα μετά τη φυλακή. Το βουτυρένιο λευκό μπριος λιώνει στο στόμα και σε γεμίζει θαλπωρή και το βοδινό είναι μπουκιά και συχώριο. Και κατά ενενήντα πέντε τοις εκατό να είσαι αποφασισμένος να γίνεις βετζετέριαν, μετά απ’ αυτή την εμπειρία θα κερδίσει το πέντε τις εκατό, και δεν θα γίνεις ποτέ.
Αν βρεθείτε Κόπεν, πρώτη στάση εδώ. Με 35 ευρώ φάγαμε δύο άτομα και έφυγα ευτυχισμένη, και βρεγμένη μέχρι το κόκαλο, καθώς το εν λόγω μαγαζί-τρύπα δεν διαθέτει τραπέζια μέσα, μόνο δύο πάγκους εξωτερικούς. Έχει όμως ουρές και από ντόπιους που είναι σκληραγωγημένοι και λειτουργούν και στους -4 σαν να ‘ναι το πρώτο πρωινό της άνοιξης.
Ο άλλος τρόπος να προσκαλέσεις σε παρτούζα
Λίγα βήματα πιο πέρα συναντώ τυχαία φίλο Έλληνα που ζει και εργάζεται στην Κόπεν τα τελευταία πέντε χρόνια. Του λέω «πες μου κάτι πολύ δανέζικο. Μια συνήθεια. Κάτι».
Μου λέει ότι τις Πέμπτες μαζεύονται στα σπίτια, σβήνουν τα φώτα, ανάβουν κεριά και αγκαλιάζονται. Είναι πολύ δανέζικο αυτό, η αίσθηση του Hygge («χούγκα»), η δανέζικη αντίληψη για τη χαρά. Του θυμίζω ότι στην πατρίδα αυτό που περιγράφει το λέμε «παρτούζα». Εκείνος όμως επιμένει ότι πρόκειται για τρυφερές αγκαλιές και κεριά γιατί αρέσει πολύ στους Δανούς το αίσθημα της θαλπωρής. Κατάλαβα, λέω, αλλά έχω σηκώσει και το φρύδι της ειρωνείας: «Βέβαια, η αγκαλιά μπορεί να πάει και αλλού», συμπληρώνει. «Είναι λαός που δεν έχει ταμπού. Τα κρατάνε αυτά απ’ τους Βίκινγκ, που δεν είχαν πρόβλημα, αν σε θεωρούσαν καλό φίλο, να σου δώσουν και το “γυναικάκι” τους».
Δεν θέλω να ακούσω άλλα, η λέξη «γυναικάκι» με αποτελείωσε.
Μια αγκαλιά, όμως, υπό το φως το κεριών πόσο άσχημη μπορεί να είναι; Χαιρετώ τον Έλληνα της διασποράς. Η πληροφορία του ήταν η άχρηστη του ταξιδιού ή μήπως και όχι; Τη μέρα είναι σήμερα; Πέμπτη;
Ξενάγηση με κορεάτικα
Η βροχή δυναμώνει, ρίχνει κάτι σαν χαλίκια.
Δεν ξέρω πώς γίνεται να είναι ο δεύτερος πιο ευτυχισμένος λαός του κόσμου και να ζουν με αυτόν τον καιρό.
Ίσως, αν έχεις γεννηθεί εδώ, αφού δεν γνωρίζεις άλλες συνθήκες, να συνηθίζεις. Πώς να ζηλέψουν έναν ήλιο που δεν είδαν ποτέ; Δεν έχω ιδέα πώς γίνονται αυτές οι έρευνες και πώς λειτουργεί το Ινστιτούτο Ευτυχίας που εδρεύει εδώ, στην Κοπεγχάγη. Με τι κριτήρια δηλαδή βαθμολογούν την ευτυχία; Μήπως είναι στημένο; Ή τους πετυχαίνουν μετά από καλό σεξ; Ή μεθυσμένους; Είναι παράξενο γιατί όλες αυτές οι «ευτυχισμένες χώρες» είναι ψηλά και στις αυτοκτονίες. Ποτέ δεν κατάλαβα πώς γίνεται να είσαι «ευτυχισμένα αυτοκτονικός». Μήπως μετριέται τελικά η ευτυχία μόνο με το κατά κεφαλήν εισόδημα μιας χώρας;
Τέλος πάντων, βρέχει και έχει έναν αέρα που δεν βολεύει αν φοράς περουκίνι.
Για να γλιτώσω τη μανιασμένη βροχή, μπαίνω σε ένα τουριστικό καραβάκι που σε πάει βόλτα στα κανάλια, μαζί με διάφορους άλλους τουρίστες.
Ένας Κορέατης ξεφωνίζει στο κινητό του και το έχει σε ανοιχτή ακρόαση.
Τα κορεάτικα ηχούν στ’ αυτιά μου σαν τσακωμός. Είναι σουρεαλιστικό το να βλέπω τα αξιοθέατα της Κοπεγχάγης και να ακούω κορεάτικα. Αφήνομαι στη μοίρα και αποφασίζω να τα δω όλα «χαμένη στη μετάφραση» και να δίνω δικές μου ερμηνείες για το τι μπορεί να είναι το καθετί. Έτσι, είναι σαν να υπάρχουν δύο πληροφορίες για το ίδιο πράγμα, κι εγώ κρατάω τη φανταστική. Ωστόσο, μετά από λίγο παθαίνω δυσανεξία στα κορεάτικα και βάζω τα ακουστικά – ευτυχώς, τα αγγλικά του ξεναγού είναι καθησυχαστικά: μαθαίνω ότι περνάμε έξω απ’ την Εθνική Όπερα της Δανίας, το εντυπωσιακό, μοντέρνο, γυάλινο κτίριο του εξαιρετικού αρχιτέκτονα Hening Larsen. Πρόκειται για μνημείο τέχνης. Έχει στοιχίσει 2,5 δισεκατομμύρια και βρίσκεται στο νησί Holmen. Δεν ξέρω γιατί βγάζω το μπλοκ μου και σημειώνω 2,5 δισεκατομμύρια και Holmen. Δύο μέρες μετά σπάω το κεφάλι μου να θυμηθώ πού χρησιμεύει αυτή η πληροφορία.
Περνάμε και έξω από τα ανάκτορα Αμάλιενμποργκ, τη χειμερινή κατοικία της βασιλικής οικογένειας: τέσσερα κτίρια σε ρυθμό ροκοκό γύρω από μια οκτάγωνη πλατεία. Pas mal, αρκεί να μη χρειαστεί να πω πάλι τη λέξη «Αμάλιενμποργκ».
Περνάμε και μερικά ακόμα κτίρια, αλλά κόλλησε το ακουστικό και συνέχισα να ακούω κορεάτικα, οπότε δεν έχω ιδέα τι είναι. Ό,τι είδα, πάντως, μου άρεσε. Και η βόλτα, τελικά, με το πλοιάριο είναι μια κάποια λύση στη βαρυχειμωνιά. Το λες και ποτ πουρί Κοπεγχάγης και κερδίζεις χρόνο και κακουχία έξω στο κρύο. Τελευταίο αξιοθέατο η μικρή γοργόνα, το χάλκινο άγαλμα του Έρικσεν που είναι το Νο1 τουριστικό αξιοθέατο της Κόπεν απ’ το 1913. Απογοήτευση. Δεν αξίζει από κοντά, γιατί είναι πολύ μικρή. Θέλω να πω, δεν είναι σπουδαίο αξιοθέατο, ίσως έχει πιο ενδιαφέρον όταν τη βανδαλίζουν διάφοροι ακτιβιστές και λοιποί οργισμένοι, που της κόβουν το κεφάλι, της πετάνε μπογιές και μετά τρέχουν οι Δανοί και την ξαναφτιάχνουν. Θα προτιμούσα να τη δω εξαθλιωμένη (να θυμηθώ να το πω στον ψυχοθεραπευτή).
Βέβαια, αγαπάμε τις γοργόνες της ζωής με αυτήν τη θλίψη, που προτίμησαν τον έρωτα και «βγήκαν απ’ τα νερά τους» για χάρη του, και όταν φύγει, μένουν και περιμένουν ένας Θεός ξέρει τι.
Χίπικη καρδιά
Πηγαίνω και στη free town Christiania, μια αυτοδιαχειριζόμενη κοινότητα 1.000 κατοίκων που ζουν ανεξάρτητοι μέσα στην πόλη. Η κομμούνα Christiania ιδρύθηκε το 1970, τότε που τα κοινόβια φύτρωναν σαν μανιτάρια σε εγκαταλειμμένα κτίρια και περιοχές. Το συγκεκριμένο κοινόβιο φτιάχτηκε σε μια εγκαταλειμμένη στρατιωτική βάση 84 στρεμμάτων και συνιστά ένα μεγάλο κοινωνικό πείραμα.
Το εντυπωσιακό είναι ότι άντεξε, και μισό αιώνα μετά συνεχίζει να αποτελεί μια αλλιώτικη κοινωνία. Παρ’ όλα τα προβλήματα που συνάντησε μέσα στις δεκαετίες και τις εντατικές προσπάθειες που κατέβαλαν ορισμένοι να την κλείσουν, κάποιοι λίγοι αντιστάθηκαν και τη λειτουργούν ακόμα. Μια μετα-χίπικη κατάσταση όπου οι περισσότεροι είναι καλλιτέχνες και ζουν με αγάπη και αλληλεγγύη, με τους δικούς τους όρους. Είμαι ενθουσιασμένη, λες και εδώ δεν είναι τόσο άγριο το κρύο, σαν να φυσάει άλλος αέρας. Μπαινοβγαίνω σε καλλιτεχνικά στούντιο, στα δικά τους φροντισμένα καφέ – έχει και εστιατόρια. Ο κανόνας είναι ότι απαγορεύονται οι φωτογραφίες και ενώ είχα ευκαιρία να βγάλω μερικές «λαθραίες», σεβάστηκα την αρχή τους.
Επειδή είναι ανεξάρτητη κοινότητα, μπορείς να καπνίσεις και μαριχουάνα χωρίς να θεωρηθεί ότι κάνεις κάτι παράνομο, ή να έχεις μια εμπειρία με μανιτάρια.
(Σε αυτό το σημείο να πω ότι έχω χίπικη καρδιά – όχι ότι σας ενδιαφέρει, αλλά ήθελα να υπάρχει κάπου γραμμένο αυτό.)
Θα σκότωνα για μια πολύθρόνα Wegner
Επόμενη στάση το Μουσείο Designmuseum Danemark.
Να τσιρίξω τώρα; Να τσιρίξω μετά; «Ντιζάιν δεν είναι μόνο τα έπιπλα. Επηρεάζει τον τρόπο της ζωής μας και την κάνει να αξίζει», έλεγε ο Poul Henningsen και τα μάτια μου βγάζουν καρτουνίστικά αστεράκια μπροστά στο φωτιστικό-αγκινάρα που σχεδίασε τo 1925.
Κοιτάω έκπληκτη το τραπεζάκι Belling που σχεδιάστηκε απ’ τον Hans Belling το 1963. Την ίδια εκστατική ματιά ρίχνω και στην καρέκλα Wisbone του Hans Vegner, που φτιάχτηκε το 1949.
Το μουσείο τα έχει όλα. Οι συλλογές είναι χωρισμένες σε ενότητες. Στο τμήμα με τις καρέκλες κάνω σαν παιδί έξω από βιτρίνα με καραμέλες. Η φράση που επαναλαμβάνω είναι «κι αυτό το θέλω», «και αυτό», «και αυτό». Με μάτια ορθάνοιχτα αφομοιώνω όλες αυτές τις πληροφορίες.
Πίσω απ’ το δανέζικο ντιζάιν, σύμφωνα με τον συγγραφέα του μπεστ σέλερ «Hygge», Μάικ Βάικινκγ, κρύβεται ένας συνδυασμός απλότητας, λειτουργικότητας, αντοχής, ευχρηστίας και αισθητικής. Αυτή η τάση ξεκίνησε από τους ανήσυχους Δανούς αρχιτέκτονες που δεν έφτιαχναν μόνο ένα κτίριο αλλά τα πάντα μέσα και γύρω από αυτό. Έτσι είχαν την ευθύνη ακόμα και για τα μαχαιροπίρουνα, που έπρεπε να ταιριάζουν με το κτίριο που είχαν σχεδιάσει. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι το ξενοδοχείο SAS στο κέντρο της Κοπεγχάγης, σχεδιασμένο από μέσα προς τα έξω απ’ τον αρχιτέκτονα Arne Jacobsen.
Στο ανακαινισμένο μουσείο, που είναι χωρισμένο σε θεματικές ενότητες, περνάς απ’ τον έναν χώρο στον άλλον και νιώθεις ότι τα ίδια τα εκθέματα βελτιώνουν και την αισθητική σου στάση απέναντι στη ζωή. Στα φωτιστικά του Κaare Klint η καρδιά μου έχασε χτύπους. Είχα διαβάσει κριτικές ότι το μουσείο είναι κάπως μπερδεμένο και δεν σου αφήνει τίποτα.
Έχω μόνο να πω ότι και μόνο εδώ να ερχόμουν κατευθείαν απ’ το αεροδρόμιο και μετά να επέστρεφα, και πάλι θα έλεγα ότι ήταν μια φανταστική εμπειρία και ένα ταξίδι που με έκανε καλύτερη.
Αρετές, και άλλες αρετές
Σε ένα καδράκι πίσω απ’ την πόρτα της βιβλιοθήκης διαβάζω ποιες είναι οι δανέζικης αρετές:
η ελευθερία, το κράτος ευημερίας, η εμπιστοσύνη, η ισότητα απέναντι στον νόμο, η ισότητα των φυλών, η δανέζικη γλώσσα, η χριστιανική κληρονομιά, το Ηygge, ο φιλελευθερισμός, η οργάνωση και η εθελοντική εργασία.
Τα ποδήλατα δεν παίζουν στην Κοπεγχάγη
Ένας φίλος που γύρισε μόλις από Κοπεγχάγη μου είπε «πρόσεξε, έτσι που είσαι αφηρημένη, γιατί μπορεί να σε σκοτώσει κανένα ποδήλατο. Τα ποδήλατα δεν παίζουν στην Κοπεγχάγη». Μου άρεσε η φράση, «τα ποδήλατα δεν παίζουν στην Κοπεγχάγη», και έχει δίκιο, γιατί πράγματι δεν παίζουν. Δυο-τρεις φορές, που ήμουν αφηρημένη, πήγε να με βρει το κακό.
Στην Κοπεγχάγη είναι πιο πολλά τα ποδήλατα από τα αυτοκίνητα. Πάνω από το 23% των καθημερινών μετακινήσεων γίνεται με ποδήλατο σε μια πόλη με 1,5 εκατ. κατοίκους, η οποία, άκουσον άκουσον, διαθέτει πάνω από 1.000 χιλιόμετρα ποδηλατοδρόμων.
Περίπου 30.000 ποδηλάτες περνούν από τα κεντρικά, πολυσύχναστα σημεία.
Θα σκεφτείτε «μα καλά, ποδήλατο με βροχή; Με χιόνι; Με κρύο;». Και όμως, ναι, τα στοιχεία λένε ότι το 80% το χρησιμοποιεί όλο τον χρόνο και το 25% χρησιμοποιεί cargo biκe για να κουβαλάει και τα παιδιά και τα ψώνια. Οι Δανοί δεν είχαν στην κουλτούρα τους το ποδήλατο, το υιθέτησαν όμως πριν από τριάντα χρόνια γιατί βρέθηκαν σε αδιέξοδο με τη μόλυνση, την κίνηση στους δρόμους, τον θόρυβο και τα ατυχήματα. Έτσι, η ανάγκη έφερε την αλλαγή, και το ποδήλατο αποτέλεσε τη χρυσή λύση. Ο όρος «copenhagenize» ήρθε να δέσει με τον δανέζικο τρόπο ζωής: εκεί που το πρακτικό συνάντα το αρμονικό και το λειτουργικό. Η πιο ωραία εικόνα ήταν το τελευταίο βράδυ: μια παρέα νέων Δανών, ντυμένοι όλοι τους με βραδινά ρούχα, τουαλέτες, γούνες, γάντια και κοστούμια, έτοιμη για νυχτερινή έξοδο.
To Hygge σε γεύση
To τελευταίο βράδυ τρώω στο μισελένατο και υπέροχο Μarchal στο Ηotel d’Angleterre.
Είναι η δεύτερη επιλογή μου μετά την πόρτα που έφαγα απ’ το Νoma, όπου έπρεπε να περιμένω έναν μήνα. Ίσως για καλό, γιατί το Marchal, μέσα στο εμβληματικό ξενοδοχείο, είναι κάτι περισσότερο από υπέροχο. Βρήκα το βραβευμένο πιάτο «Rossini Caviar» τόσο υπέροχο που αξίζει να χυθεί μελάνι για να περιγραφεί η απλή και φίνα γεύση του, που είναι σαν το Hygge σε γεύση. Όταν κλείνω τα μάτια, δεν έρχεται στο μυαλό μου πια η Nyhavn με τα πολύχρωμα σπιτάκια αλλά αυτή η γεύση που τα κλείνει όλα μέσα, ακόμα και το ντιζάιν.
Όπου και αν πήγα, όμως, έφαγα εξαιρετικά: στο κλασικό Cafe Victor, στο Εsmee, στο Restaurant Puk οι γεύσεις ήταν στον θεό. Άλλη πίστα, άλλο επίπεδο. Στην Κόπεν την τιμιτική του έχει και το street food. Δεν γίνεται να μη δοκιμάσεις ένα smørrebroød, το ανοιχτό σάντουιτς με το βουτυρένιο ψωμί και τις γαρίδες. Επίσης, στα must είναι το hot dog, που το ‘χουν σε μεγάλη εκτίμηση, βρίσκεις συνέχεια πάγκους με hot dogs σε ό,τι παραλλαγές μπορείς να φανταστείς. Το δανέζικο λουκάνικο μπορεί στην όψη να θυμίζει το μόριο ενός σκύλου καναπέ, όμως η γεύση του σε ανταμείβει για το θάρρος σου να το δοκιμάσεις. Από πάνω μπορείς να βάλεις καραμελωμένα κρεμμύδια τουρσί και ό,τι άλλο τραβάει η όρεξή σου. Οι Δανοί έχουν τη συνήθεια να το συνοδεύουν με κρύο γάλα σοκολάτας που για κάποιον λόγο που δεν το χωράει το μυαλό ταιριάζει.
Η καπνιστή ρέγκα πάνω σε ψωμί σίκαλης είναι ένα πολύ Βίκινγκ πιάτο, εμένα δεν μου αρέσει, αλλά έχει ορκισμένους οπαδούς. Τώρα, για τα γλυκά, τι να πω; Μπαίνεις σε έναν φούρνο, αρχίζεις να τρως και δεν σταματάς την περίφημη Danish Pastry, τα κουιναμάν, που είναι σαν κρουασάν με κρέμα ή σταφίδες. Η κατάσταση είναι η μάνα να τρώει και του παιδιού να μη δίνει.
Η ευχή
Στην Κοπεγχάγη θέλω να επιστρέψω και να χω μία ολόκληρη εβδομάδα με καλό καιρό για να μπορώ να περπατάω, να αράζω, να ρεμβάζω και να απολαμβάνω τα πάντα, χωρίς να τα ζω σε λογική βιντεοκλίπ.
πηγή: lifo