Lifestyle

Τρεις γιατροί της πρώτης γραμμής στη μάχη κατά της πανδημίας κάνουν τον απολογισμό τους

Ο ΚΟΡΟΝΟΙΟΣ ΑΛΛΑΞΕ ΤΑ ΠΑΝΤΑ στο πέρασμά του. Από τη μια μέρα στην άλλη μπήκαν στη ζωή μας τα αρνητικά ρεκόρ κρουσμάτων, ο φόβος της διασποράς, τα μέτρα προφύλαξης, τα υγειονομικά πρωτόκολλα, περιορισμένα ωράρια, αφανείς εστίες μετάδοσης, τα lockdowns και η τηλεργασία. Οι αλλαγές ήρθαν για να μείνουν επηρεάζοντας εκατομμύρια ανθρώπους και την καθημερινότητά τους, ενώ οι πολλαπλές απώλειες σε επίπεδο ανθρώπινο, κοινωνικό και ψυχικό είναι πλέον δεδομένες.

Την ίδια στιγμή, γιατροί και νοσηλευτές, τα τελευταία δυόμισι σχεδόν χρόνια, έδωσαν τη δική τους μάχη σε αλλεπάλληλες εφημερίες, δουλεύοντας με φρενήρεις ρυθμούς και ατελείωτα ωράρια, υπό εξαντλητικές συνθήκες, προκειμένου να συμβάλουν στη φροντίδα των ασθενών, τονίζοντας συνεχώς ότι το εμβόλιο είναι το μοναδικό όπλο έναντι του κορωνοϊού. Από την αρχή ήρθαν αντιμέτωποι με μια πρωτόγνωρη πραγματικότητα, ειδικές στολές, μάσκες και γάντια σε ένα πλήρως αποστειρωμένο περιβάλλον, ενώ τα βλέμματα ήταν ο μοναδικός τρόπος επικοινωνίας με τους ασθενείς και τους συγγενείς τους. Μέσα στους κλειστούς χώρους των μονάδων εντατικής θεραπείας τα γέλια εναλλάσσονταν με κλάματα και τα δάκρυα συγκίνησης με χαμόγελα ενθουσιασμού. 

Από τότε πολλά άλλαξαν. Η ανάγκη για προσαρμογή και η επιθυμία για ελευθερία μάς έκαναν πιο ευέλικτους, ενώ ο κορωνοϊός εξακολουθεί να μας απασχολεί με το σύνδρομο Long Covid, μια παράλληλη πανδημία εντός της πανδημίας. Μιλώντας πριν από λίγες μέρες σε επιστημονική ημερίδα ο γνωστός λοιμωξιολόγος Σωτήρης Τσιόδρας δήλωσε: «Δυστυχώς, οι κοινωνίες άργησαν να αντιδράσουν, όπως και οι περισσότερες κυβερνήσεις, και ο κόσμος έχασε σιγά-σιγά την εμπιστοσύνη του στην επιστήμη. Υπήρξε μια τεράστια παγκόσμια αποτυχία. Μακάρι να μάθουμε από αυτήν». 

Τι πήγε λάθος λοιπόν και ποιες ήταν οι αστοχίες; Αν γυρίζαμε τον χρόνο πίσω τι θα γινόταν διαφορετικά; Υπήρξε ελλιπής ανάλυση των σκληρών δεικτών; Γιατί έχουμε τόσους νεκρούς από την πανδημία; Λειτούργησε η υποχρεωτικότητα των εμβολίων στο ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό ή δημιούργησε κενά; Απέδωσαν τα lockdowns; Πόσο επηρεάστηκε το ιατρικό προσωπικό από την πανδημία; Τρεις κορυφαίοι γιατροί που βρέθηκαν από την αρχή αντιμέτωποι με τα διαδοχικά κύματα της πανδημίας προχωρούν στον δικό τους απολογισμό και εξηγούν τι σημαίνει να είσαι παρών στη μεγαλύτερη υγειονομική κρίση των τελευταίων χρόνων.
 

Γαρυφαλλιά Πουλάκου

Kαθηγήτρια Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και παθολόγος-λοιμωξιολόγος στο νοσοκομείο «H Σωτηρία»

Πουλάκου
Η κ. Γαρυφαλλιά Πουλάκου

Δύο σημαντικά μηνύματα διατηρώ στο μυαλό μου. Το ένα η ταχύτατη συσπείρωση της επιστήμης για την αντιμετώπιση ενός δραματικού εισβολέα που άλλαξε όσα η ανθρωπότητα θεωρούσε κεκτημένα εδώ και δεκαετίες. Η επίγευση εδώ είναι απόλυτα θετική. Η κοινωνία πρέπει να εδραιώσει την πίστη της στην επιστήμη και στη δέσμευση στο κοινό καλό. Το δεύτερο σημαντικό μήνυμα έχει να κάνει με τη διαχείριση της πληροφορίας στον σύγχρονο κόσμο και την ανεξέλεγκτη επίδραση της ηλεκτρονικής πληροφορίας. Εδώ η επίγευση είναι γλυκόπικρη. Η κοινωνία, συμπεριλαμβανομένης και της επιστημονικής κοινότητας εν μέρει, αποδείχθηκε ανέτοιμη να μεταβολίσει τον όγκο της εκπεμπόμενης πληροφορίας. Το αποτέλεσμα ήταν, στην καλύτερη περίπτωση, δυσπιστία, σύγχυση, στη χειρότερη ενστερνισμός θεωριών συνωμοσίας. Από την άλλη πλευρά, η θωράκιση απέναντι στις ψευδείς ειδήσεις ήταν ανύπαρκτη, με αποτέλεσμα τα fake news να καθοδηγούν μια σημαντική ομάδα του πληθυσμού που δεν είχε την ικανότητα να διακρίνει το πραγματικό από το κατασκευασμένο.

Η διαχείριση της πανδημίας του SARS-CoV-2 θα αποτελέσει, πιστεύω, ένα τεράστιο μάθημα για τη διαχείριση υγειονομικών (και όχι μόνο) κρίσεων στο μέλλον. Είναι προφανής η ανάγκη για επενδύσεις και σχεδιασμό στη δημόσια υγεία. Αυτό θα επιτρέψει ακόμη και σε λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες να αποφύγουν μελλοντικά την πανωλεθρία που προκαλεί ένα αιφνίδιο συμβάν. Μέχρι και σε επίπεδο χώρας, υπήρξαν μελέτες που ανέδειξαν γεωγραφικές διαφορές σε επίπεδο θνητότητας ασθενών που διασωληνώνονται λόγω Covid-19. Αυτό ενισχύει την ανάγκη ταχύτατης και αποτελεσματικής εκπαίδευσης σε εθνικό επίπεδο. Από την εμπειρία μου, μιλώντας με συναδέλφους περιφερειακών νοσοκομείων που ενεπλάκησαν στην αντιμετώπιση της Covid-19 μετά τα κύρια κέντρα αναφοράς, πιστεύω ότι η δημιουργία Κινητών Ομάδων Ειδικών, στελεχωμένων από υπηρετούντες σε έμπειρα κέντρα, που θα επισκέπτονται νεοσύστατες μονάδες αναλαμβάνοντας ενεργό κλινικό και επιτελικό ρόλο (εκτός από εκπαιδευτικό) είναι ένα μοντέλο που μπορεί να ενισχύσει την εξομοίωση προς τα πάνω στην παροχή φροντίδας σε περιόδους κρίσης.

Το δεύτερο που θα έκανα διαφορετικά, τώρα που έχουν όλοι εξοικειωθεί περισσότερο με τις τεχνολογίες, θα ήταν μια πιο στοχευμένη ενημέρωση ανά ομάδα πληθυσμού και με τη δυνατότητα συμμετοχής από την πλευρά του ακροατηρίου. Σημαντική θεωρώ θα ήταν η εμπλοκή ανθρώπων με επιρροή από άλλους χώρους εκτός της ιατρικής και της δημόσιας υγείας, που έχουν να καταθέσουν τη δική τους εμπειρία. Αυτό θα μπορούσε να εξαλείψει τις αμφιβολίες ενός σημαντικού ποσοστού της κοινής γνώμης που συντάχθηκε ατύπως πίσω από τους «αρνητές».

Είναι πεποίθησή μου ότι τα εμβόλια έσωσαν ζωές και μείωσαν το φορτίο των νοσούντων που είχαν ανάγκη νοσηλείας. Λυπάμαι πολύ για τις ζωές ανεμβολίαστων που χάθηκαν με τεράστιες συνέπειες για την οικογένεια που μένει πίσω, την ίδια στιγμή που άτομα μεγαλύτερης ηλικίας και με πολλές συννοσηρότητες είτε δεν νόσησαν καθόλου από Covid-19 είτε έπαιρναν το εξιτήριο για το σπίτι τους περπατώντας.

Η εξάλειψη των ανισοτήτων στην πρόσβαση στην υγεία ήταν μια μεγάλη πρόκληση, που άφησε πίσω αρκετές ομάδες πληθυσμού ακόμη και στις ανεπτυγμένες χώρες. Αναδείχθηκε γρήγορα, αλλά δεν διορθώθηκε εγκαίρως. Όσο, δε, για τις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες, το τίμημα ήταν δυσανάλογα μεγάλο λόγω της έλλειψης υποδομών, υγειονομικού εξοπλισμού, φαρμάκων και ισότιμης πρόσβασης στα εμβόλια. Πολλά από αυτά μπορούν να αποφευχθούν σε μια ενδεχόμενη νέα απειλή και αυτή είναι η παρακαταθήκη αυτής της πανδημίας.

Είναι πεποίθησή μου ότι τα εμβόλια έσωσαν ζωές και μείωσαν το φορτίο των νοσούντων που είχαν ανάγκη νοσηλείας. Λυπάμαι πολύ για τις ζωές ανεμβολίαστων που χάθηκαν, πολλές φορές ανθρώπων μέσης ηλικίας και κάτω, με τεράστιες συνέπειες για την οικογένεια που μένει πίσω, την ίδια στιγμή που άτομα μεγαλύτερης ηλικίας και με πολλές συννοσηρότητες είτε δεν νόσησαν καθόλου από Covid-19 είτε έπαιρναν το εξιτήριο για το σπίτι τους περπατώντας. Ήταν σκληρό να το βλέπεις δίπλα σου, αλλά και να το ακούς από τους ίδιους τους ασθενείς σου.

Ακούγοντας έναν αριθμό, η κοινή γνώμη αλλά και όλοι μας είναι φυσικό να σοκαριζόμαστε. Στην Ελλάδα η Επιτροπή υιοθέτησε εξ αρχής έναν σκληρό δείκτη, ο οποίος, από τη στιγμή που υπήρχαν θεραπείες για την Covid-19 και οι ασθενείς πέθαιναν από άλλη αιτία (τις συννοσηρότητές τους) αλλά έχοντας και Covid-19, οδήγησε σε μια υπερεκτίμηση των θανάτων που οφείλονται στην Covid-19. Προσωπικά πιστεύω ότι ο δείκτης της υπερβάλλουσας θνητότητας (excess mortality) που εκτιμά πόσοι περισσότεροι θάνατοι συμβαίνουν σε μια κοινότητα σε σχέση με το αναμενόμενο (π.χ. αντίστοιχη περίοδο προ των πανδημικών ετών) είναι πιο αξιόπιστος. Εκτιμώντας αυτό τον δείκτη, η Ελλάδα βρίσκεται σε εξαιρετική σειρά σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Πιστεύω ότι η ανάλυση του ποσοστού των ατόμων που «πεθαίνουν από Covid-19» και εκείνων που «πεθαίνουν από άλλο αίτιο αλλά με Covid-19» έπρεπε να είχε ξεκινήσει νωρίτερα. Αυτό βέβαια δεν αναιρεί το γεγονός ότι η ροή της φροντίδας για τα υπόλοιπα νοσήματα, συμπεριλαμβανομένων των καρδιοπαθειών και της διάγνωσης και αντιμετώπισης του καρκίνου, πιθανώς να επιβραδύνθηκε σημαντικά στην πρώιμη φάση της πανδημίας. Υπάρχουν όμως στατιστικά μοντέλα που μπορούν να αναλογίσουν το ενδεχόμενο βάρος της πανδημίας και σε αυτό. Άρα η αποτίμηση της θνητότητας λόγω Covid-19 δεν μπορεί να γίνει με έναν μόνο δείκτη και χρειάζεται περαιτέρω ανάλυση.

Η υποχρεωτικότητα ποτέ δεν είναι η ιδεώδης προσέγγιση. Εξ ορισμού θα δημιουργήσει μια ομάδα που «δεν υποτάσσεται», η οποία θα παραμείνει αρνητική ακόμη και όταν όλα τα επιχειρήματά της θα έχουν αποδυναμωθεί. Υπάρχει όμως ένα ποσοστό που εξέφραζε τη λεγόμενη εμβολιαστική «απάθεια», δηλαδή δεν είχε ακόμη πεισθεί, ήθελε περισσότερο χρόνο, περισσότερες πληροφορίες, πιο στοχευμένη ενημέρωση. Δυστυχώς η εξέλιξη της πανδημίας δεν επέτρεπε μεγάλη ελαστικότητα χρόνου. Σε κάθε υγειονομικό χώρο η αποδοχή ήταν διαφορετική, ανάλογα με τον βαθμό της εμπλοκής του στη θεραπεία της Covid-19 και την ύπαρξη ηγετικής μορφής στην ενημέρωση (leadership). Γενικά στο νοσοκομείο «Σωτηρία», που αποτέλεσε εξ αρχής κέντρο αναφοράς για την Covid-19, τα ποσοστά συμμόρφωσης ήταν πολύ υψηλά. Τέλος, εργαζόμενοι στον χώρο της υγείας μη ιατροί ή νοσηλευτές σημειώνουν διεθνώς χαμηλότερα ποσοστά εμβολιασμού σε σχέση με το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό. Αυτό αναδεικνύει από μόνο του ένα κενό στην πληροφόρηση, το οποίο ξεπερνιέται ή μετριάζεται με στοχευμένες δράσεις.

Κανένας από εμάς που βρεθήκαμε στην πρώτη γραμμή της πανδημίας δεν είναι πια ίδιος. Ο καθένας ανάλογα με την προσωπικότητά του κρατάει και διαφορετικά στοιχεία. Με φοβίζει πλέον όχι ο θάνατος, αλλά ο μοναχικός θάνατος. Το είδαμε τόσες φορές, όταν ήμασταν εμείς οι τελευταίοι που σφίξαμε το χέρι ανθρώπων οι οποίοι διασωληνώνονταν και δεν ήξεραν αν θα ξαναδούν τους δικούς τους. Είμαι όμως φύσει αισιόδοξος άνθρωπος. Κρατώ σαν ηθικό δίδαγμα ότι «το καλό θα νικήσει». Έχουμε σε μικρό χρονικό διάστημα γνώση, εμπειρία, θεραπείες και πρόληψη με τα εμβόλια. Η περιπέτεια αυτή με κάνει να εκτιμώ πιο πολύ τη χαρά της ζωής, την απόλαυση των οικογενειακών στιγμών, την αγκαλιά των αγαπημένων προσώπων που ακόμη και αυτή (των υπερηλίκων) τη στερηθήκαμε για να τους προφυλάξουμε. Θυμάμαι το βλέμμα των ασθενών μας που βγήκαν νικητές από δύσκολες μάχες και αυτό είναι η παρακαταθήκη μου για το μέλλον, ως ιατρού και ως ανθρώπου, μέχρι την επόμενη μάχη, αν χρειαστεί.

Ελένη Ισχάκη

Πνευμονολόγος-εντατικολόγος στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός»

Ελένη Ισχάκη
Η κ. Ελένη Ισχάκη

Για εμένα το σημαντικότερο γεγονός σε όλο αυτό το διάστημα είναι η ανάδειξη μιας κοινωνικής παθολογίας που έχει να κάνει με την εμπιστοσύνη, με την ικανότητα κριτικής σκέψης, με τις σχέσεις γενικά. Ο εγκλεισμός, ο φόβος, το ελεύθερο βήμα που είχαν όλοι στα διάφορα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ανέδειξαν ένα κομμάτι της ψυχολογίας των ανθρώπων που όλοι το καταλαβαίναμε αλλά ήταν πολύ ωραία καμουφλαρισμένο κάτω από το διαρκές τρέξιμο, την έλλειψη χρόνου και την απουσία ουσιαστικής επαφής με τον εαυτό μας και τους γύρω μας. Μεγάλες δυσκολίες έχουμε ξαναπεράσει και θα ξαναέλθουν στο μέλλον, είναι αναπόφευκτο. Ελπίζω αυτή η ιστορία να αποτελέσει ευκαιρία για όλους μας να καταλάβουμε πόσο σημαντικό είναι να εκπαιδεύουμε την ψυχή και το μυαλό μας, να σκεφτόμαστε πριν μιλήσουμε ή πράξουμε, να αντιληφθούμε ότι ζούμε ο ένας για τον άλλον και όχι για τον εαυτό μας. Γενικά, οφείλουμε να ωριμάσουμε. Και μιλάω σε πρώτο πληθυντικό γιατί αναφέρομαι σε όλους, ανεξαρτήτως θέσης, επαγγέλματος, προβολής ή μη. 

Δεν είναι εύκολο να πει κάποιος τι θα έκανε διαφορετικά. Ήταν μια πρωτόγνωρη κατάσταση σε παγκόσμιο επίπεδο. Τα δεδομένα άλλαζαν μέρα με την ημέρα. Ποιος μπορεί να προβλέψει, να αποφασίσει και να πράξει σωστά; Και τι σημαίνει «σωστά»; Το μόνο που μπορώ να πω, γενικά, από μια θέση ασφάλειας βέβαια, μιας και δεν κλήθηκα να πάρω αποφάσεις που θα επηρέαζαν εκατομμύρια ανθρώπους, είναι ότι δεν μπορεί να υπάρχουν τα ίδια μέτρα παντού, δεδομένου ότι δεν είναι ούτε οι πεποιθήσεις ίδιες, ούτε οι ανάγκες. Ακόμα και μέσα στο ίδιο κράτος.

Το μεγαλύτερο λάθος θεωρώ ότι ήταν η υπερπροβολή και υπερέκθεση ιατρικών θεμάτων και επαγγελματιών υγείας. Αυτό είναι κάτι που υποστηρίζω από την πρώτη κιόλας ημέρα. Στην ιατρική, ακόμα και για ένα θέμα καλά τεκμηριωμένο, είναι πολύ δύσκολο να είναι κανείς απόλυτος, μιας και η γνώση εξελίσσεται. Πόσο μάλλον για ένα θέμα σε δυναμική εξέλιξη. Ιατρικές ορολογίες, λεπτομέρειες παθοφυσιολογίας και φαρμακολογίας, επιδημιολογικοί όροι και άλλα πολλά έγιναν θέμα συζήτησης από γνώστες και μη, γεγονός που μπέρδεψε τον κόσμο και αύξησε τις όποιες αμφιβολίες του.

Όσον αφορά τον τρόπο διαχείρισης των εμβολιασμών, η απάντηση είναι ναι. Το είδαμε και στην κλινική πράξη. Δυστυχώς, άφησαν να εννοηθεί ότι με το εμβόλιο δεν κολλάει κάποιος. Όπως και με όλα τα εμβόλια, ο στόχος είναι να βρει το όποιο παθογόνο τον οργανισμό σε ετοιμότητα να αντιδράσει. Και όντως, φάνηκε από τους εμβολιασμένους νοσήσαντες ότι ο βαθμός βαρύτητας της νόσου ήταν απείρως καλύτερος. Και δεν μιλάω για άτομα με επηρεασμένο ανοσοποιητικό, είτε λόγω νόσου είτε λόγω φαρμάκων, στα οποία ξέρουμε πόσο δύσκολο είναι να επιτευχθεί ανοσία. Μιλάω για τη συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου. Μακάρι να μπορούσε να είχε γίνει ταυτόχρονα μαζικός εμβολιασμός. Τα αποτελέσματα θα ήταν πιο εντυπωσιακά, κυρίως στις νοσηλείες αλλά και στους θανάτους.

Το μεγαλύτερο λάθος θεωρώ ότι ήταν η υπερπροβολή και υπερέκθεση ιατρικών θεμάτων και επαγγελματιών υγείας. Αυτό είναι κάτι που υποστηρίζω από την πρώτη κιόλας ημέρα. Στην ιατρική, ακόμα και για ένα θέμα καλά τεκμηριωμένο, είναι πολύ δύσκολο να είναι κανείς απόλυτος, μιας και η γνώση εξελίσσεται. Πόσο μάλλον για ένα θέμα σε δυναμική εξέλιξη.

Νομίζω ότι η ανάλυση των δεικτών ως ένα σημείο επηρεάστηκε από τις ανάγκες που προέκυψαν λόγω οικονομικής επιβάρυνσης των κρατών. Έπρεπε να γίνουν παραδοχές και αποδοχές για να μη φτωχοποιηθούμε περαιτέρω. Σωστό ή λάθος, ποιος θα το κρίνει και από ποια θέση; Όσον αφορά τους νεκρούς, θα πρέπει κάποια στιγμή να αναφερθούμε στους νεκρούς από Covid-19 αλλά και στις παράπλευρες απώλειες που υπήρξαν λόγω μη λειτουργίας των δομών για τους λοιπούς ασθενείς. Όσον για την Covid-19, μιας και αυτή είναι η ερώτηση, ας πούμε ότι στην αρχή μας βρήκε όλους απροετοίμαστους και με άγνοια για την αντιμετώπιση της νόσου. Στην ουσία είχαμε μια συντηρητική και όχι αιτιολογική προσέγγιση της νόσου. Μαζικές εισαγωγές, ελάχιστα κρεβάτια και προσωπικό υγείας στις ΜΕΘ. Στην πορεία, άρχισε να ξεκαθαρίζει το τοπίο όσον αφορά τη νόσο, βγήκαν και παγκόσμιες οδηγίες αντιμετώπισής της. Άνοιξαν κρεβάτια, τα οποία όμως στελεχώθηκαν με τον ίδιο αριθμό γιατρών και νοσηλευτών. Δεν κάνει το κρεβάτι καλά τον ασθενή, ο γιατρός και ο νοσηλευτής τον κάνει. Βλέποντας τους σκληρούς δείκτες, όπως λέτε, άρχισε η ανακατανομή της τράπουλας, με μετακίνηση συναδέλφων από το ένα τμήμα στο άλλο. Αν κάποιος νομίζει ότι ένας γαστρεντερολόγος μπορεί να αντιμετωπίσει με την ίδια επάρκεια μια αναπνευστική ανεπάρκεια, τότε ας πάει σε πνευμονολόγο να κάνει την επόμενη κολονοσκόπηση. Το ίδιο ισχύει και για το νοσηλευτικό προσωπικό, το οποίο αποκτά εμπειρία στους ασθενείς με τους οποίους δουλεύει. Κινήσεις πανικού. Γενικά, το πρόβλημα ήταν η ανεπάρκεια του ΕΣΥ. Και αν εγώ έχω την τύχη να δουλεύω σε ένα μεγάλο νοσοκομείο, τον «Ευαγγελισμό», το οποίο εν μέσω αυτής της κατάστασης είχε περισσότερα μέσα και προσωπικό σε σχέση με άλλα, τι να πουν μικρότερα περιφερειακά νοσοκομεία, τα οποία είναι αφημένα στην τύχη τους και στο φιλότιμο των εργαζομένων εκεί;

Επιτρέψτε μου όμως να αναφερθώ και στις παράπλευρες απώλειες των υπόλοιπων ασθενών. Ένα λάθος ήταν ότι σταμάτησε ο χρόνος για τα πάντα, πλην του Covid. Οι επαγγελματίες υγείας ερχόμαστε καθημερινά σε επαφή με μεταδιδόμενα νοσήματα και ο Covid είναι ένα από αυτά. Αν εξαιρέσουμε το πρώτο κύμα, όταν ακόμα ψαχνόμασταν για το τι γίνεται, έπρεπε κατά τη γνώμη μου τα πάντα να δουλεύουν όπως πριν για τους άλλους ασθενείς, με τη βοήθεια των ιδιωτικών νοσοκομείων, αφιλοκερδώς. Είδαμε καρκίνους σε προχωρημένα στάδια, εμφράγματα μη αντιμετωπιζόμενα, απώλεια ελέγχου σε χρόνια νοσήματα και όλα αυτά γιατί;

Στο θέμα του σκεπτικού της υποχρεωτικότητας για το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό και το αν αυτό είχε θετικό ή αρνητικό αποτέλεσμα, θα έλεγα ότι κανείς δεν μπορεί να υποχρεώσει κανέναν να κάνει κάτι στο σώμα του. Καταλαβαίνω το σκεπτικό της υποχρεωτικότητας, δεν καταλαβαίνω τον εκβιασμό στους συναδέλφους και την εξαθλίωση που τους έχουν επιβάλει. Στο κάτω κάτω, στην πορεία, ακόμα και οι εμβολιασμένοι κόλλησαν και μετά την καραντίνα τους επέστρεψαν στη δουλειά. Δεν καταλαβαίνω γιατί ένας μη εμβολιασμένος δεν μπορεί να κάνει το ίδιο. Μπορεί να ταξιδέψει παντού, μπορεί να εργαστεί παντού αλλά όχι σε νοσοκομείο; Όλοι μπορούμε να δουλέψουμε με ασφάλεια, αρκεί να ελεγχόμαστε συχνά και να φοράμε μάσκα, η οποία αποδείχτηκε το καλύτερο προληπτικό μέτρο. Δημιουργήθηκαν κενά, εννοείται, σε μια περίοδο που δεν περίσσευε και δεν περισσεύει κανείς.

Κατά τη γνώμη μου, εκτός από το πρώτο lockdown, τα επόμενα δεν έπρεπε να γίνουν. Ο κόσμος κουράστηκε και άρχισε να βρίσκει τρόπους να επιβιώσει οικονομικά και ψυχικά, και όλοι ξέρουμε ότι αυτό γίνεται μέσω της επαφής. Τελικά έγιναν περισσότερες συναθροίσεις από αυτές που θα γίνονταν αν συνεχιζόταν η ζωή κανονικά. Απλώς έπρεπε να γίνονται μαζικοί έλεγχοι ανά τακτά διαστήματα και να επιβάλλεται αυστηρή καραντίνα στους νοσήσαντες και τις επαφές τους. Για να επιτύχει όμως αυτό χρειάζεται υψηλό αίσθημα προσωπικής ευθύνης και ενσυναίσθησης, γεγονός που μας παραπέμπει στην πρώτη ερώτηση.

Όσον αφορά το επιστημονικό κομμάτι, κέρδισα πολλές γνώσεις και εμπειρίες. Στο προσωπικό κομμάτι, μπορώ να πω ότι για δύο τουλάχιστον χρόνια δούλευα ασταμάτητα, πάρα, μα πάρα πολλές ώρες! Μεγάλη υπερένταση, που μου κόστισε σε διαταραχές ύπνου. Στερήθηκα τους δικούς μου ανθρώπους αρκετά, προσπαθώντας να τους «προστατεύσω» από τη δική μου υπερέκθεση στον ιό. Πλέον, βγαίνοντας από όλο αυτό προσπαθώ να αναπληρώσω τον χαμένο χρόνο κάνοντας πολλά παράλληλα πράγματα «εξωσχολικά», τα οποία μου έχουν λείψει. Και τα απολαμβάνω όλα σε υπέρτατο βαθμό.

Ευάγγελος Καϊμακάμης

Πνευμονολόγος – εντατικολόγος στο νοσοκομείο «Παπανικολάου»

Ευάγγελος Καϊμακάμης
Ο κ. Ευάγγελος Καϊμακάμης

Ήταν μια πρωτόγνωρη εμπειρία για τους υγειονομικούς, με εξαντλητικές συνθήκες και ωράρια εργασίας, απίστευτη πίεση στο σύστημα υγείας και αντιμετώπιση καινούριων καταστάσεων για τους γιατρούς των Μονάδων Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ). Ήταν η πρώτη φορά στην καριέρα μου που έπρεπε να αντιμετωπίσω και να λειτουργήσω αποτελεσματικά σε συνθήκες πανδημίας, χωρίς να δικαιούμαστε άδεια για πάνω από δυο χρόνια και βιώνοντας μια διαρκή πάλη με τον θανατηφόρο ιό σε πραγματικά βαρέως πάσχοντες ασθενείς. Το επίπεδο συνεργασίας μεταξύ των συναδέλφων και η ανάγκη οργάνωσης και εξοπλισμού των ΜΕΘ πέρασε σε άλλο επίπεδο μέσα από αυτήν τη δύσκολη κατάσταση και νομίζω ότι όλοι γίναμε πολύ πιο συνειδητοποιημένοι και ικανοί λειτουργοί υγείας.

Αν γύριζα τον χρόνο πίσω τι θα έκανα διαφορετικά; Θα μιλήσω κυρίως για τον τομέα της αντιμετώπισης των βαρέως πασχόντων, μιας και αυτός είναι ο δικός μου κλάδος και μπορώ να έχω αποκρυσταλλωμένη άποψη: το μόνο που θα έπρεπε να έχει γίνει διαφορετικά θα ήταν η πιο έγκαιρη επάνδρωση και εξοπλισμός των ΜΕΘ, και αναφέρομαι βέβαια στην περίοδο προ της έναρξης της πανδημίας, ώστε να μη φτάσουμε να τρέχουμε μέχρι την τελευταία στιγμή για να καλύψουμε κενά σε ιατρικό, νοσηλευτικό προσωπικό και εξοπλισμό, τα οποία χρόνιζαν. Σε πολλές περιπτώσεις τα κενά αυτά υπάρχουν ακόμα (π.χ. η ανάγκη για περισσότερους μόνιμους και άρτια εκπαιδευμένους νοσηλευτές ΜΕΘ, έναν ιδιαίτερα απαιτητικό σε εμπειρία και κατάρτιση νοσηλευτικό ρόλο).

Δεν μπορώ να πω ότι η αντιμετώπιση της πανδημίας χαρακτηρίστηκε από πραγματικά μεγάλα λάθη, εξάλλου η φύση και η έκτασή της ήταν τέτοια που «γονάτισε» σχεδόν όλα τα συστήματα υγείας, ακόμα και παραδοσιακά πιο προηγμένων χωρών. Αν θα έπρεπε να εστιάσω σε κάτι, αυτό θα ήταν η μεγάλη καθυστέρηση στην απόφαση εμβολιασμού όλων των ευπαθών ομάδων και η μη υποχρεωτικότητα των εμβολιασμών σε όλο τον πληθυσμό, τη στιγμή που άλλα, απείρως πιο αυστηρά και επίπονα μέτρα (όπως το παρατεταμένο lockdown επιχειρήσεων και δραστηριοτήτων) έθιξαν μεγάλη μερίδα του κόσμου. Ένας πιο έγκαιρος και μαζικός εμβολιασμός θα είχε σταματήσει τη μεγάλη ροή των εισαγωγών στα νοσοκομεία πολύ πιο γρήγορα (τουλάχιστον μετά το δεύτερο κύμα) και θα είχε σώσει χιλιάδες ζωές. Επομένως, θεωρώ ότι θα έπρεπε να έχει επικοινωνηθεί πολύ καλύτερα η αξία του εμβολιασμού και να παταχθούν από την αρχή οι όποιες –εγκληματικές, κατά τη γνώμη μου– αντιεπιστημονικές φωνές.

Η αξία των εμβολιασμών ήταν ανεκτίμητη και αδιαμφισβήτητη. Ουσιαστικά ήταν η ειδοποιός διαφορά που κατέστησε τον ιό λιγότερο θανατηφόρο και οδήγησε στη σχετική ύφεση της πανδημίας που παρατηρούμε το τελευταίο διάστημα, ακόμα και με τα πολύ πιο μεταδοτικά νέα στελέχη του ιού.

Η αξία των εμβολιασμών ήταν ανεκτίμητη και αδιαμφισβήτητη. Ουσιαστικά ήταν η ειδοποιός διαφορά που κατέστησε τον ιό λιγότερο θανατηφόρο και οδήγησε στη σχετική ύφεση της πανδημίας που παρατηρούμε το τελευταίο διάστημα, ακόμα και με τα πολύ πιο μεταδοτικά νέα στελέχη του ιού. Εδώ να τονίσουμε ότι πρέπει να έχουμε συνεχή επαγρύπνηση καθώς νέα, διαφορετικά στελέχη μπορούν να εμφανιστούν, οπότε η συνέχιση του εμβολιαστικού προγράμματος με τα νεότερα πολυδύναμα εμβόλια θα πρέπει να παραμένει υψηλή προτεραιότητα στους σχεδιασμούς μας.

Έχω την αίσθηση ότι η κυβέρνηση είχε πάντοτε μπροστά της μια ατέρμονη σειρά από διλήμματα ανάμεσα σε αυστηρότερα και επώδυνα οικονομικά μέτρα και μια πιο χαλαρή στρατηγική, και οι επιλογές δεν ήταν ποτέ εύκολες. Ένας γιατρός αβίαστα θα πρότεινε ένα καθολικό lockdown διαρκείας μέχρι να ελεγχθεί στοιχειωδώς η ροή σοβαρών περιστατικών στις κλινικές και τις ΜΕΘ, όμως δεν θα είχαν την ίδια γνώμη οι επαγγελματίες πλείστων κλάδων, και αυτό είναι απολύτως λογικό! Τελικά ποιος μπορεί να πει υπεύθυνα τι θα σκοτώσει περισσότερους, ο ιός ή η οικονομική καταστροφή;

Όσο για τους νεκρούς από τον ιό, νομίζω ότι η χρόνια υποστελέχωση του ΕΣΥ τα τελευταία χρόνια έπαιξε ρόλο, όπως και το γεγονός ότι η χώρα μας ήταν σχεδόν μόνιμα στην τελευταία θέση στο ποσοστό εμβολιασμών ανάμεσα στις λεγόμενες δυτικές χώρες… Επίσης, όταν μια μονάδα/κλινική λειτουργεί στο 100% της δυναμικότητάς της (για να μην πω και πολύ παραπάνω, πολύ συχνά), έχει αποδειχθεί με διεθνείς μελέτες ότι πέφτει σημαντικά η απόδοση και η αποτελεσματικότητα στην παροχή υψηλού επιπέδου υπηρεσιών υγείας. Έτσι, μια χρονίως πιεζόμενη υπερβολικά ΜΕΘ, λόγου χάρη, δεν μπορεί να έχει τα ίδια υψηλά ποσοστά επιβίωσης με μια αντίστοιχης δυναμικότητας και εμπειρίας που δεν δέχεται αυτή την πίεση.

Κατά την προσωπική μου άποψη και εμπειρία από τον χώρο των ΜΕΘ, το μέτρο της υποχρεωτικότητας των εμβολίων στο ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό λειτούργησε θετικά, ενώ οι ελλείψεις προσωπικού που δημιούργησε ήταν σαφώς περιορισμένες. Εγώ πάντως δεν μπορώ να διανοηθώ ένας υγειονομικός που νοιάζεται για την επιστήμη του, και κυρίως για τους ασθενείς του, να μην επιθυμεί να εμβολιαστεί!

To πρώτο lockdown, το οποίο ήταν και το πιο έγκαιρα πραγματοποιημένο, ήταν άκρως αποτελεσματικό και κατέταξε την Ελλάδα στις χώρες με τα πιο λίγα κρούσματα στο πρώτο κύμα της πανδημίας. Από εκεί και πέρα υπήρξε μια χαλάρωση που προκάλεσε την καθυστερημένη έναρξη του επόμενου περιορισμού, με αποτέλεσμα να χαθεί ο έλεγχος της ροής των κρουσμάτων και να πιεστεί υπερβολικά το σύστημα υγείας.

Από προσωπικής άποψης, ήταν ένα διάστημα έντονης σωματικής και ψυχολογικής πίεσης, νομίζω όλοι φτάσαμε στα όρια της επαγγελματικής εξουθένωσης, ενώ την ίδια στιγμή είχαμε τη συνεχή αγωνία να προσφέρουμε όσο μπορούσαμε περισσότερα στους βαρέως πάσχοντες συνανθρώπους μας. Για μένα ήταν πραγματική προσωπική ήττα όταν βίωνα τον θάνατο ενός ασθενούς μου, σε αντίθεση με την ανείπωτη χαρά και ηθική ικανοποίηση όταν έβλεπα άλλους ασθενείς να επιβιώνουν και να βγαίνουν νικητές από τον χώρο της ΜΕΘ. Πολλές φορές, μάλιστα, τα αντικρουόμενα αυτά συναισθήματα συνέβαιναν κατ’ επανάληψη μέσα σε μια μέρα εργασίας! Μετά από όλη αυτή την εμπειρία, νιώθω πιο ολοκληρωμένος επιστήμονας και πιο δυνατός, αν και νομίζω πως μαζί με την πανδημία έφυγε ένα κομμάτι της συλλογικής μας «αθωότητας».

πηγή: lifo

tropos-zois/health-fitness/treis-giatroi-tis-protis-grammis-sti-mahi-kata-tis-pandimias-kanoyn-ton

Related Articles

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to top button