Κατοικία στην Ελλάδα: Πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ η ιδιοκατοίκηση – Μικρά και κρύα τα σπίτια, υψηλό κόστος στέγαση
Ξεπερνά τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) το ποσοστό των νοικοκυριών στην Ελλάδα που ζει σε ιδιόκτητες κατοικίες και όχι σε ενοίκιο, έστω και με μικρή διαφορά, σύμφωνα με στοιχεία έρευνας της Eurostat.
Η έρευνα καταγράφει ποσοστό ιδιόκτητων κατοικιών 72,8% στην Ελλάδα έναντι 69% στην ΕΕ, με στοιχεία του 2022.
Από την άλλη, η πλειοψηφία των οικογενειών στην Ελλάδα διαμένει σε κάποιο διαμέρισμα πολυκατοικίας ενώ οι διαμένοντες σε μονοκατοικία είναι κάτω του μέσου όρου (41,3% έναντι 52% στην ΕΕ).
Επιπλέον, τα σπίτια που μένουν οι ελληνικές οικογένειες είναι μικρότερα από τα περισσότερα κράτη μέλη, καθώς κατά μέσο όρο αριθμούν 1,3 δωμάτια ανά κατοικία. Κροατία, Πολωνία, Ρουμανία, Σλοβακία είναι οι μόνες χώρες που τα σπίτια είναι ακόμα μικρότερα.
Την ίδια στιγμή, παρά το μικρό μέγεθος των σπιτιών στην χώρα, η Ελλάδα βρίσκεται στις πρώτες θέσεις των κρατών μελών με τα περισσότερα άτομα ανά κατοικία (2,6 άτομα), την στιγμή που στην ΕΕ είναι 2,3 άτομα. Η Ελλάδα μάλιστα βρίσκεται στην πέμπτη θέση.
Εκτός από μικρά τα ελληνικά σπίτια είναι σε μεγάλο βαθμό κρύα, με το ποσοστό να ανέρχεται σε 18,7% έναντι 9,3% που είναι ο μέσος όρος στην ΕΕ. Σε 12,5% ανέρχεται το ποσοστό των ελληνικών σπιτιών με διαρροές και ζημιές σε οροφές, παράθυρα, εγκαταστάσεις κλπ.
Τα υψηλότερα ποσοστά νοικοκυριών που δεν μπορούσαν να κρατήσουν τα σπίτια τους επαρκώς ζεστά ήταν σε Βουλγαρία (22,5%), και Κύπρο (19,2%).
Οι εξελίξεις των ενοικίων και το κόστος στέγασης μεταξύ 2010-2022
Από την άλλη, η Ελλάδα πρωτεύει στην κατηγορία που αφορά στην εξέλιξη των ενοικίων. Και αυτό γιατί, μεταξύ 2010 και 2022 παρατηρήθηκε σταθερή αύξηση των ενοικίων στην ΕΕ – συνολικά 18% καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου, με αύξηση σε όλα τα κράτη μέλη εκτός από την Ελλάδα (-25%). Οι μεγαλύτερες αυξήσεις καταγράφηκαν στην Εσθονία (+210%), τη Λιθουανία (+144%) και την Ιρλανδία (+84%). Στην Κύπρο η αύξηση ήταν µόλις +0,2%.
Σε αυτό, βέβαια, συμβάλει και το γεγονός πως η Ελλάδα είναι ανάμεσα στις χώρες με τις χαμηλότερες αυήσεις πληθωριστικών δεικτών το εν λόγω διάστημα. Στην ΕΕ μεταξύ 2010 και 2022 ο πληθωρισμός ήταν 28%. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο ετήσιος πληθωρισμός ήταν σαφώς υψηλότερος το 2022 με 9,2%. Υπήρξε πληθωρισμός σε όλα τα κράτη μέλη κατά την περίοδο 2010-2022, με τις υψηλότερες τιμές στην Εσθονία (56%), την Ουγγαρία (53%), τη Λιθουανία (49%) και τη Ρουμανία (47%). Οι χαμηλότερες αυξήσεις τιμών παρατηρήθηκαν στην Ελλάδα (12%), την Κύπρο και την Ιρλανδία (και οι δύο 16%).
Μεγάλη είναι η διαφορά στις τιμές κατοικιών, εξετάζοντας την εξέλιξη μεταξύ 2010 και 2022 με την Ελλάδα να έχει την μεγαλύτερη μείωση (από 8% κάτω σε 30% κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ) και την Κύπρο (από 8% κάτω σε 23% κάτω). Σε αυτό συνέβαλε και το γεγονός πως η Ελλάδα ήταν το μόνο κράτος μέλος που κατέγραψε μείωση των τιμών παραγωγού στις κατασκευές (-1%), την στιγμή που η αύξηση στην ΕΕ μεταξύ 2010 και 2022 άγγιξε το 40%.
Ας σημειωθεί, ωστόσο, με τις τιμές των κατοικιών και τα ενοίκια να αυξάνονται, το κόστος στέγασης αποτελεί σημαντική επιβάρυνση, η οποία μετριέται με το ποσοστό του πληθυσμού που ζει σε νοικοκυριό όπου το συνολικό κόστος στέγασης αντιπροσωπεύει περισσότερο από το 40% του διαθέσιμου εισοδήματος.
Έτσι, τα υψηλότερα ποσοστά επιβάρυνσης από το κόστος στέγασης στις πόλεις παρατηρήθηκαν στην Ελλάδα (27,3%) και τη Δανία (22,5%) και τα χαμηλότερα στη Σλοβακία (2,3%) και την Κροατία (2,6%). Στις αγροτικές περιοχές ήταν τα υψηλότερα στην Ελλάδα (24,2%) και τη Βουλγαρία (18,1%) και τα χαμηλότερα στη Μάλτα (0,2%) και την Κύπρο (0,5%).
Τέλος, κατά μέσο όρο στην ΕΕ το 2022, το 19,6% του διαθέσιμου εισοδήματος αφιερώθηκε στο κόστος στέγασης. Αυτό διέφερε μεταξύ των κρατών μελών, με τα υψηλότερα ποσοστά και πάλι στην Ελλάδα (34,2%), τη Δανία (25,4%) και τη Γερμανία (24,5%).