Τέμπη: «Πρέπει να παλέψουμε για να ζήσουμε» – Τα πρώτα ανατριχιαστικά λεπτά της τραγωδίας μέσα από μηνύσεις επιζώντων
Στις 23:22 το βράδυ της Τρίτης 28 Φεβρουαρίου, η επιβατική αμαξοστοιχία που πραγματοποιεί το νυχτερινό δρομολόγιο Αθήνα – Θεσσαλονίκη, συγκρούεται μετωπικά με εμπορικό συρμό στα Τέμπη. Οι 352 μισοκοιμισμένοι και ανυποψίαστοι επιβάτες, κατά κύριο λόγο, νέοι, ξυπνούν σε έναν ζωντανό εφιάλτη, αυτόν, της μεγαλύτερης σιδηροδρομικής τραγωδίας της χώρας. Ακολουθεί πανικός.
Η στιγμή που πάγωσε τον χρόνο στην Ελλάδα, έχει φτάσει. Το τρένο έκανε την τελευταία του στάση που κόστισε τη ζωή σε 57 ανθρώπους. «Άρχισε να τρίζει ολόκληρο σαν να είχε φύγει από τις γραμμές, και μέχρι να δω απέναντι… Χάος. Στριφογύριζα στον αέρα, χτυπούσα παντού, άκουγα εκρήξεις, κομμάτια από διάφορα υλικά, τζάμια σίδερα, τα περισσότερα από αυτά καυτά, εκσφενδονίζονταν στον αέρα ανάμεσά μας. Μαυρίλα παντού και εστίες ισχυρής φωτιάς. Δευτερόλεπτα πριν πω «πεθαίνω», σταμάτησαν όλα. Ένα τεράστιο κενό. Και μετά ξανά στην πραγματικότητα. Ουρλιαχτά από παντού, κλάματα. Φωνές να ζητούν βοήθεια» περιγράφει επιβάτης στο δεύτερο βαγόνι.
Το enikos.gr παρουσιάζει τις σοκαριστικές και λεπτομερείς περιγραφές των πρώτων λεπτών του πολύνεκρου δυστυχήματος των επιβατών που σώθηκαν και επέβαιναν στο Intercity 62, μέσα από τις μηνύσεις τους που συμπεριλαμβάνονται στην ογκώδη δικογραφία, σε βάρος στελεχών της Hellenic Train, του ΟΣΕ, της ΕΡΓΟΣΕ, της ΤΡΑΙΝΟΣΕ, του σταθμάρχη Λάρισας, και «παντός αλλού υπεύθυνου».
«Πάρε βαθιές ανάσες, πρέπει να ζήσεις»
«Δεν πρόφτασα να κλείσω τα μάτια μου, όταν αισθάνθηκα εντελώς ξαφνικά ένα μεγάλο τράνταγμα το οποίο σε δευτερόλεπτα γινόταν όλο και εντονότερο και δεν σταματούσε. Η θέση που καθόμουν ξεκόλλησε από τη δυνατή σύγκρουση και εγώ εκτινάχτηκα και έπεσα πάνω σε ένα αγόρι που καθόταν απέναντί μου. Την ίδια ώρα, έπεφταν βαλίτσες δεξιά και αριστερά, αναποδογύριζαν καθίσματα. Έκλεισα τα μάτια μου. Όταν τα άνοιξα, ένα σκοτάδι τριγύρω μου και δυνατές φωνές. Κραυγές. Ξαφνικά, άκουσα το κλάμα ενός μωρού, που μέχρι σήμερα, δεν μπορώ να ξεχάσω!» αναφέρει μια επιβάτης που βρισκόταν την ίδια στιγμή της σύγκρουσης, στο βαγόνι 3.
«Δυσκολευόμουν να αναπνεύσω, κοκκάλωσα, δεν μπορούσα να κουνηθώ, και παραδόθηκα στη σκέψη ότι θα με ποδοπατήσουν και θα καώ ζωντανή. Ευτυχώς το αγόρι που έπεσα επάνω του όταν εκτινάχθηκα με τη σύγκρουση, με κατάλαβε και άρχισε να με ταρακουνά και να μου λέει “πάρε βαθιές ανάσες, πρέπει να ζήσεις, βρες τη δύναμη να βγούμε έξω”».
«Τουλάχιστον βοήθησε το παιδί μου»
Την ίδια ώρα, η οροφή του βαγονιού 4 υποχωρεί σε κάποια σημεία. Έξω από το τρένο υπήρχε φωτιά και ακούγονταν φωνές από επιβάτες. «Κατευθύνθηκα προς την πόρτα προκειμένου να βρω ένα σφυρί για να σπάσω το τζαμί. Στο μεταξύ, γύρω μου υπήρχαν άνθρωποι λιπόθυμοι, χωρίς τις αισθήσεις τους, κάποιοι αιμόφυρτοι και άλλοι χτυπημένοι» λέει επιβάτης του συγκεκριμένου βαγονιού, αφού είχε σημειωθεί η σύγκρουση.
Η πρώτη αντίδραση του επιβάτη που βρισκόταν στο βαγόνι 2, έπειτα από την σφοδρή σύγκρουση, ήταν να αναρωτηθεί φωναχτά εάν έχει πεθάνει και μόλις διαπίστωσε ότι είναι ζωντανός, τον κυρίευσε το αίσθημα της επιβίωσης. «Προσπαθήσαμε να σβήσουμε με τα ίδια μας τα χέρια εστίες φωτιάς που υπήρχαν μέσα στο κουπέ μας για να μην καούμε ζωντανοί. Οι αναθυμιάσεις ήταν τόσο έντονες που μας έφερναν ζάλη και λιποθυμία. Η κοπέλα που ήταν μαζί με εμένα και τον φίλο μου, αφού έμεινε για δευτερόλεπτα μαρμαρωμένη πήδηξε από ένα σπασμένο παράθυρο. Προσπάθησα να κάνω το ίδιο και αίφνης ακούω μια φωνή να μου φωνάζει “βοήθεια” και γυρίζοντας βλέπω μια κυρία. Κοκκάλωσα, δεν ήξερα τι να κάνω, της το είπα και τότε μου λέει “τουλάχιστον πάρε το παιδί μου”! Ένα παιδί 5 με 6 χρονών να τρέμει και να κλαίει. Το παίρνω, ανάμεσα από σπασμένα καθίσματα και αντικείμενα, από όπου η μητέρα του δεν μπορούσε να περάσει καθώς μάλλον είχε εγκλωβιστεί. Το έδωσα σε έναν κύριο που είχε βγει πρώτος από το παράθυρο. Όταν ετοιμάστηκα να πηδήξω και εγώ, κοιτάζω κάτω από το παράθυρο και αντικρίζω ένα αναποδογυρισμένο βαγόνι της εμπορικής αμαξοστοιχίας και στα δεξιά μου φωτιά. Ο καπνός ήταν παντού γύρω μου».
Εμπόλεμη ζώνη – «Μυρωδιά θανάτου και καμένης σάρκας»
Ένας άλλος επιβάτης από το ίδιο βαγόνι, φωνάζει διαρκώς «πρέπει να παλέψουμε για να ζήσουμε» και αποφασίζει να πηδήξει χωρίς παπούτσια, προκειμένου να μην καθυστερήσει να βγει από την «κόλαση». Αντικρίζοντας έξω την απόλυτη καταστροφή, έρχεται σε πλήρη επαφή με το περιβάλλον, καθώς έως τότε, ενεργούσε μηχανικά.
«Με κυρίευσε πανικός γύρισα, κοίταξα το βαγόνι και πάγωσα. Επανήλθα όταν ανάμεσα στα συντρίμμια διέκρινα ένα χέρι και κάποιον να φωνάζει «βοήθησε μας, θα καούμε». Κοντοστάθηκα, γύρισα, προσπάθησα να ανοίξω χώρο και να τη τραβήξω από το χέρι, όμως δε τα κατάφερα, γύρισα παγωμένος, ρημαγμένος, γύρισα πλάτη, πήγα στο παράθυρο και πηδώντας φώναξα «δεν μπορώ να κάνω κάτι, δεν ξέρω πώς να σας βοηθήσω, θα φωνάξω τους διασώστες». Όταν έπεσα κάτω και βρέθηκα εκτός βαγονιού σήκωσα το κεφάλι μου και ένιωσα σαν να ήμουν σε εμπόλεμη ζώνη, φωτιές παντού έξω και μέσα σε βαγόνια, έντονοι καπνοί γράσα, φωνές, μυρωδιές, καταστροφή, και εγώ γεμάτος αίματα. Σηκώθηκα από τα συντρίμμια και μόλις πήρα το σακίδιο στην πλάτη μου, είδα ότι από κάτω υπήρχε μια μαύρη μάζα ενός ανθρώπου άμορφη που δε ξεχώριζες το φύλο. Τα έχασα».
Τρομοκρατημένος ο συνεπιβάτης του προσπαθεί να περπατήσει πάνω στο αναποδογυρισμένο βαγόνι, για να φύγει όσο πιο μακριά γινόταν από την καταστροφή και τον θάνατο, όπως αναφέρεται στην μήνυσή του. «Αντίκρισα μια κόλαση. Ουρλιαχτά και φωνές ερχόταν από παντού, μέσα και έξω από τα βαγόνια, κόσμος που εκλιπαρούσε για βοήθεια για τη ζωή του, και οι φωτιές διάσπαρτες μπροστά στα μάτια μου μαζί με μια μυρωδιά περίεργη που τότε δεν ήμουν σίγουρος τι ήταν αλλά μου έφερνε ζάλη και πανικό, τώρα μπορώ να πω με σιγουριά ότι ήταν η μυρωδιά του θανάτου και της καμένης σάρκας.
Όταν έφτασα στην άκρη του βαγονιού πιστεύοντας ότι τα κατάφερα και «δραπέτευσα», από εκεί ξεκινούσε άλλος μαραθώνιος, καθώς θα έπρεπε να πηδήξω απανωτά από τις ενώσεις των τρένων, από άμορφες μάζες σιδήρων. Πηδήξαμε πάνω από την εμπορική αμαξοστοιχία. Εκεί υπήρχαν και άλλα άτομα που τα είχαν καταφέρει και όλοι προσπαθούσαμε να βγούμε στον δρόμο, στην Εθνική Οδό. Την ώρα που ήμουν μπροστά στον φράχτη νιώθοντας ότι η ζωή μου είναι μόλις ένα βήμα μπροστά μου και ο θάνατος ένα βήμα πίσω μου, έστρεψα προς τα πίσω το κεφάλι μου και τότε κόπηκα στα δύο. Η εικόνα θα μείνει ανεξίτηλη να με στοιχειώνει, οι άνθρωποι που έμειναν πίσω και τους έβλεπα μέσα από το τρένο να εκλιπαρούν για τη ζωή τους και οι φωνές τους να ζητούν “βοήθεια” εισχώρησαν παντού μέσα μου. Αυτό με στοιχειώνει και θα με στοιχειώνει για πάντα».
Στο μεταξύ, η επιβάτης από το βαγόνι 3, ακολουθεί μηχανικά την πορεία κάποιων ανθρώπων, ενώ κάποια στιγμή, όπως γράφει στην μήνυσή της, θυμάται να είναι πάνω σε ράγες και κόσμο να φωνάζει να προσέχουν να μην ακουμπήσουν τα καλώδια που κρέμονταν από τα κεφάλια τους. «Οι φίλες μου, μου είπαν ότι περάσαμε διάφορα δύσκολα σημεία για να φτάσουμε στο λόφο. Εκεί, σήκωσα το κεφάλι μου, και όταν διαπίστωσα ότι ο λόφος είναι ψηλός και απότομος, ένιωσα να με εγκαταλείπουν οι δυνάμεις μου, σκέφτηκα ότι δεν θα τα καταφέρω και θα πεθάνω, για αυτό και, ξαφνικά, παραδόθηκα».
Τότε οι φίλες της, της φώναζαν δυνατά και την παρότρυναν έντονα να μην εγκαταλείψει, να προσπαθήσει ξανά να ανέβει τον λόγο, με τις τελευταίες δυνάμεις της, κι έτσι, γάτζωσε τα νύχια της στα χόρτα και έρποντας σκαρφάλωσε, και κατάφερε να βγει στον δρόμο. «Αγκαλιαστήκαμε όλες ζωντανές. Έχοντας εξαντλήσει όλες τις σωματικές και ψυχικές μου δυνάμεις, κατέρρευσα και άρχισα να κλαίω με λυγμούς».