Κορωνοϊός: Κάθε πότε πρέπει να κάνουμε εμβόλιο Covid – Το μοντέλο προσομοίωσης που απαντά
Θα εμβολιαζόμαστε τελικά κάθε χρόνο; Σε ερωτήσεις σαν κι αυτή ο Δρ Nathan Lo, επίκουρος καθηγητής Ιατρικής και ειδικός στις μολυσματικές ασθένειες, κλήθηκε να απαντήσει αρκετές φορές στους ασθενείς του, χωρίς όμως να μπορεί να δώσει μια έγκυρη απάντηση: «Η απάντηση αυτής της ερώτησης αποτελεί συνεχώς και μια πρόκληση. Μέχρι πρότινος, δεν υπήρχαν όμως εκτιμήσεις που θα μπορούσα να μοιραστώ με τους ασθενείς» εξηγεί ο Δρ. Lo.
Για να λυθεί αυτό το πρόβλημα και να δημιουργηθούν στοιχεία αντιπροσωπευτικά, ο Δρ Lo και η επιστημονική του ομάδα στο Stanford Medicine ανέπτυξαν ένα μοντέλο προσομοίωσης χρησιμοποιώντας δεδομένα επιτήρησης της COVID-19 από τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) και εκτιμήσεις για την αποτελεσματικότητα του εμβολίου, προκειμένου να προβλέψουν τη συχνότητα εμβολιασμού που προλαμβάνει καλύτερα τη σοβαρή νόσηση σε διάφορους πληθυσμούς των ΗΠΑ. Η μελέτη, με επικεφαλής τον Δρα Lo που περιγράφει το μοντέλο, δημοσιεύτηκε στο Nature Communications.
Τα αποτελέσματα του μοντέλου συμφωνούν σε μεγάλο βαθμό με τα δεδομένα σχετικά με την επικινδυνότητα των διαφορετικών ηλικιακών από τις εκβάσεις της μόλυνσης: Για τους ηλικιωμένους άνω των 65 ετών ή τους ανοσοκατασταλμένους, οι συχνότερες ενισχυτικές δόσεις ετησίως προστατεύουν περισσότερο από τη νοσηλεία ή το θάνατο. Αντίθετα, για τους νεότερους πληθυσμούς, το όφελος από τη συχνή εμβολιαστική ενίσχυση κατά της σοβαρής νόσου είναι μικρότερο.
«Οδεύοντας στο τέταρτο έτος της πανδημίας, στοχεύουμε περισσότερο σε πιο μακροπρόθεσμες στρατηγικές αντιμετώπισης. Γνωρίζουμε ότι η προστασία από τον εμβολιασμό φθίνει και γνωρίζουμε ότι ο κίνδυνος της νόσου είναι πολύ ετερογενής στον πληθυσμό. Πώς μπορούμε λοιπόν να καταλήξουμε σε έναν πιο βέλτιστο χρόνο για τα ενισχυτικά εμβόλια;» συμπλήρωσε η Δρ Hailey Park, επιστήμονας ερευνητικών δεδομένων του Stanford Medicine, η οποία είναι η επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης.
Ποιοι ωφελούνται περισσότερο
Στο μοντέλο, που είναι γνωστό ως μικροπροσομοίωση, δηλαδή προσομοιώνει έναν μεγάλο πληθυσμό με αποτελέσματα σε ατομικό επίπεδο, οι ερευνητές δημιούργησαν μια προσομοίωση εκατομμυρίων ατόμων με τα μοναδικά τους χαρακτηριστικά, με στόχο να μιμηθούν το συνολικό πληθυσμό ενηλίκων των ΗΠΑ – μόνο που αυτοί οι άνθρωποι είχαν λάβει τις αρχικές δόσεις εμβολιασμού COVID-19.
Χρησιμοποιώντας τα εβδομαδιαία δεδομένα επιτήρησης του CDC από τον Σεπτέμβριο του 2022, όταν οι αναμνηστικές δόσεις ήταν για πρώτη φορά διαθέσιμες, το μοντέλο προέβλεψε πόσες σοβαρές λοιμώξεις που θα οδηγούσαν σε νοσηλεία ή θάνατο θα προέκυπταν σε διάφορες ομάδες ηλικίας ή κατάστασης υγείας κατά τη διάρκεια δύο ετών. Η ομάδα εκτίμησε τα αποτελέσματα εάν τα άτομα αυτά λάμβαναν μόνο μια ενισχυτική δόση, μια δόση κάθε χρόνο ή κάθε έξι μήνες.
Όπως διαπίστωσαν, για τα άτομα άνω των 75 ετών, η λήψη ενός ετήσιου αναμνηστικού εμβολίου μείωσε τις ετήσιες σοβαρές λοιμώξεις από περίπου 1.400 περιπτώσεις ανά 100.000 άτομα σε περίπου 1.200 περιπτώσεις. Επιπλέον, οι δόσεις δύο φορές το χρόνο μείωσαν τις σοβαρές λοιμώξεις σε λίγο πάνω από 1.000 ανά 100.000 άτομα. Οι αριθμοί είναι παρόμοιοι για τα άτομα με μέτρια ή σοβαρή ανοσοκαταστολή και περίπου η μισή μείωση για τα άτομα ηλικίας 65 έως 74 ετών. Για τους νεότερους, υγιείς ανθρώπους, η πτώση είναι πολύ μικρότερη: Οι ετήσιες ή διετείς αναμνηστικές δόσεις μείωσαν τις σοβαρές λοιμώξεις σε άτομα ηλικίας 18 έως 49 ετών μόνο κατά 14 έως 26 περιπτώσεις ανά 100.000 άτομα.
Οι ερευνητές σημειώνουν ότι ο συχνός εμβολιασμός συνέβαλε επίσης στη μείωση των μη σοβαρών κρουσμάτων σε όλες τις ομάδες κινδύνου. Συνολικά, διαπίστωσαν επίσης ότι το όφελος των συχνότερων ενισχυτικών δόσεων για όλες τις ομάδες ήταν μεγαλύτερο εάν οι νέες συνθέσεις εμβολίων ήταν καλύτερα προσαρμοσμένες στις τελευταίες παραλλαγές του ιού.
Αναφορικά με την επίδραση μιας προγενέστερης λοίμωξης, οι επιστήμονες συμπέραναν μικρότερο όφελος από τον συχνό εμβολιασμό για την πρόληψη της σοβαρής νόσου για όσους είχαν προηγουμένως νοσήσει σε σύγκριση με όσους δεν είχαν.
πηγή: creta24