Απείρανθος: Ανακαλύπτοντας ξανά τα μέρη της νιότης μου
«Να’ μου στα μέρη τα γλυκά
Και πάντα μάθια φιλικά
Στο δρόμο ν’αντικρύζω,
άμα θυμούμαι τσοι κορφές
και κατ’αξέχαστες μορφές
ειλικρινά δακρύζω»
(προφορική καταγραφή του ποιήματος της Κατερίνας Μπουγιούκα από το βιβλίο «Ο πολιτισμός της Νάξου, Απεράθου 1900-1950» του Γιαννούλη Γιαννούλη, εκδόσεις Γρηγόρη, 2016)
ΘΕΛΩ ΝΑ ΣΑΣ γράψω μια ανάρτηση για 2-3 ποιήτριες που τις έφερε κοντά μου αυτό το καλοκαίρι, αλλά για να καταφέρω να μιλήσω για τη συγκίνηση που μου προκαλούν πρέπει να σας δώσω πρώτα λίγα στοιχεία για τη χρονιά που πέρασε.
Συνηθίζεται, πριν από την αρχή κάθε χρονιάς, να κάνουμε ένα είδος απολογισμού. Για μας τους εκπαιδευτικούς αυτό το σημείο είναι συνήθως κάθε Σεπτέμβριο. Πέρσι τέτοια εποχή περίπου σας είχα γράψει για την αλλαγή στα επαγγελματικά μου, όταν έφυγα από το μικρό σχολείο του χωριού για να έρθω να δουλέψω σε ένα αστικό σχολείο στη Λάρισα.
Καθόλου δεν περίμενα ότι αυτή η αλλαγή θα ήταν τόσο έντονη, ότι θα με έριχνε στο καναβάτσο τόσες φορές (και φυσικά θα σηκωνόμουν άλλες τόσες). Στο καινούργιο σχολείο μου πήγα με αγωνία, ήθελα (εσφαλμένα, το καταλαβαίνω) να αποδείξω (σε ποιον άραγε;) ότι είμαι ικανή, κι έτσι ανέλαβα περισσότερα πράγματα απ’ όσα μπορούσα.
Μερικές φορές δεν χρειάζεται να ζεις στην Αμερική για να είσαι μακριά. Το να ζεις σε ένα άλλο νησί του Αιγαίου μπορεί να είναι τόσο μακριά όσο η Αμερική.
Ταυτόχρονα, στη ζωή εκτός σχολείου συνέχισα την τακτική της πολυσυλλεκτικότητας: ασχολιόμουν με τον Σύλλογό μας, ετοίμαζα με την ομάδα μου προτάσεις για χρηματοδοτήσεις Erasmus (δύο επιτυχημένες αυτήν τη χρονιά), συμμετείχα σε συνέδρια, υποστήριζα νεοδιόριστους εκπαιδευτικούς ως επιμορφώτρια, έκανα δύο αιτήσεις για προαγωγή (από τις οποίες η μία ήταν επιτυχημένη), παρακολουθούσα τρία επιμορφωτικά σεμινάρια online (εκ των οποίων το ένα πολύ απαιτητικό, το Β2 στις ΤΠΕ για όσες και όσους γνωρίζουν), έδωσα εξετάσεις για μια τρίτη ξένη γλώσσα. Ανάμεσα σε όλα αυτά πέρασα Covid-19, ο οποίος νομίζω ότι με άφησε με καταπονημένο ανοσοποιητικό, με αποτέλεσμα να είμαι πιο επιρρεπής από κάθε άλλη φορά σε μικρο-ασθένειες, εγώ που δεν αρρώσταινα ποτέ. Και τον Φεβρουάριο πέθανε ο πατέρας μου.
Δυο εβδομάδες μετά ένας κολικός εντέρου με ρίχνει εντελώς κάτω και νοσηλεύομαι για πέντε μέρες στο νοσοκομείο. Κάπου εκεί το σώμα μου είπε ένα μεγάλο ΟΧΙ, όπως λέει και ο αγαπημένος Gabor Mate, και άρχισα να τα σκέφτομαι όλα αυτά και να αποφασίζω τις αφαιρέσεις. Με κάποιον τρόπο κατάφερα να τελειώσω τη χρονιά χωρίς άλλους γιατρούς, με μια μεγάλη χαρά εκεί προς το τέλος, όταν μου ανακοινώθηκε ότι από τη νέα σχολική χρονιά θα ήμουν διευθύντρια σε ένα καινούργιο σχολείο στην Αγιά Λάρισας!
Με όλες αυτές τις αποσκευές (και μερικές ακόμη που δεν είναι ούτε η ώρα ούτε ο χώρος να τις συζητήσουμε) έφτασα στο καλοκαίρι, και μάλιστα στον Δεκαπενταύγουστο. Μια μέρα πριν, μαζί με τη μητέρα μου, τον αγαπημένο μου ξάδελφο και τη γλυκιά έφηβη Σοφία καταφτάνουμε στο νησί της Νάξου. Σας έχω ξαναγράψει για την καταγωγή μου από την πλευρά της μητέρας μου από ένα μικρό, μα τόσο μεγάλο χωριό, την Απείρανθο. Ένα ορεινό χωριό στο μεγαλύτερο νησί των Κυκλάδων, ένα χωριό με μεγάλη ιστορία, πατρίδα του πρώην πρωθυπουργού Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη και φυσικά πατρίδα του Μανώλη Γλέζου, του Νόλη, όπως τον ξέρουμε στο χωριό.
Η μητέρα μου είχε να πάει στο χωριό από το 1985. Μεγάλη συγκίνηση να ξαναβρίσκει κανείς τα μέρη της νιότης του, να συναντάει ανθρώπους με τους οποίους κάποτε έπαιζε στα καλντερίμια, να μπαίνει ξανά στο σπίτι στο οποίο γεννήθηκε. Ακούμε συχνά ιστορίες απόδημων Ελλήνων που γυρίζουν στην πατρίδα τους σε μεγάλη ηλικία. Μερικές φορές δεν χρειάζεται να ζεις στην Αμερική για να είσαι μακριά. Το να ζεις σε ένα άλλο νησί του Αιγαίου μπορεί να είναι τόσο μακριά όσο η Αμερική. Πέρασα επτά μέρες με τη μητέρα μου στο χωριό μας. Ήταν τόση η χαρά να τη βλέπω να περπατάει ξανά σε αυτά τα μέρη, να μου διηγείται ιστορίες από τα παιδικά και τα εφηβικά της χρόνια, να τριγυρίζει στο μητρογονικό σπίτι, που σβήστηκε όλος ο δύσκολος χειμώνας.
Και κάπου εκεί, την ώρα που χαλαρώνουμε και αποφασίζουμε να μπούμε για λίγο σε μια άλλη διάσταση, να «διακόψουμε», αρχίζουν τα μαγικά: στον δρόμο συναντούσαμε ανθρώπους που δεν τους γνωρίζαμε, όμως μας γνώριζαν εκείνοι – το οικογενειακό μας δέντρο γραμμένο στα πρόσωπά μας. Στην αυλή της εκκλησίας μπαίνω στον χορό και για λίγες στιγμές αυτός ο κύκλος αποκτά συμβολικές διαστάσεις και με ενώνει με κάτι μεγαλύτερο.
Έπειτα, φέτος είχαμε την καλή τύχη να ανοίξει ένα βιβλιοπωλείο στο χωριό. Ίσως είδατε στα σόσιαλ γι’ αυτά τα παιδιά του Captain Book, που διατηρούν εδώ και χρόνια ένα διαδικτυακό βιβλιοπωλείο και φέτος αποφάσισαν να ανοίξουν ένα φυσικό, ένα brick and mortar που λένε και οι Αμερικανοί, από τούβλο και λάσπη δηλαδή. Από πέτρα, μάρμαρο και ποίηση θα πω εγώ. Άνοιξε, λοιπόν, το Captain Book και έγινε ένα μικρό θαύμα εκεί στα σοκάκια πάνω από την ταβέρνα του Κούτουπα. Η Λένα και ο Νίκος και ο Κώστας και όλοι οι φίλοι της ποίησης και της λογοτεχνίας στην Απείρανθο διοργάνωναν κάθε Παρασκευή του Αυγούστου Βραδιές Περι-ποίησης! Βραδιές όπου οι βιβλιοπώλες έβαζαν τη ρακή και το τυρί (δεν υπάρχει απεραθίτικη σύναξη χωρίς ρακή και τυρί, όσο νωρίς ή αργά και να είναι) κι εμείς οι υπόλοιποι βάζαμε την ποίηση.
Είχα κι εγώ την ευκαιρία να βρεθώ εκεί μία από τις Παρασκευές. Πήγα συνεσταλμένα στην αρχή, δεν είχα καταλάβει το κόνσεπτ, αλλιώς θα είχα προετοιμαστεί λίγο καλύτερα, και βρέθηκα να παρακολουθώ αγόρια και κορίτσια, μεγάλους και μικρούς, ντόπιους και ξένους, να ακούν ευλαβικά ποίηση, να απαγγέλλουν, να τραγουδούν σχεδόν μυσταγωγικά, να μοιράζονται σε αυτή την παρέα την ποίηση που τους είχε αγγίξει. Εκείνη τη βραδιά, τις τρεις ώρες που ήμουν εκεί (συνεχίστηκε λίγο ακόμη μετά που έφυγα) ακούστηκαν ποιήματα ή αποσπάσματα από τους γνωστούς αλλά και τους λιγότερους γνωστούς, από τους μεγάλους μας ποιητές και τις μεγάλες μας ποιήτριες, κυρίως όμως ακούστηκαν πράγματα που είχαν συγκινήσει τους ανθρώπους που τα διάβαζαν, γι’ αυτό τα διάβαζαν με πάθος, με ένταση και νόημα.
Άρχισα να κρατάω σημειώσεις σε κάποια φάση και αυτά είναι τα ονόματα που κατέγραψα. Σίγουρα υπάρχουν παραλείψεις: Μαρία Χαραλαμπίδου, Φραντς Κάφκα, Λένα Καλλέργη, Μαρία Κουλούρη, Οδυσσέας Ελύτης, Νικηφόρος Βρεττάκος, Τάσος Λειβαδίτης, Ανδρέας Κάλβος, Νίκος Καββαδίας, Μιλτιάδης Μαλακάσης, Νίκος Γκάτσος, Φάνης Παπαγεωργίου, Μάτση Χατζηλαζάρου, Αλέξιος Μάινας, Μανώλης Νανούρης, Κική Δημουλά, Λεωνίδας Οικονομάκης (Social Waste), Διαλεχτή Ζευγώλη-Γλέζου, Οκτάβιο Παζ, Γιάννης Ρίτσος, Δημήτρης Νανούρης, Άννα Γρίβα, Γιώργος Σεφέρης, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Κ.Π. Καβάφης, Μιχάλης Κατσαρός, Έκτορας Κακναβάτος, Κωστής Παλαμάς, Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, Θανάσης Τριαρίδης, Γεώργιος Ζαλοκώστας, Ντίνος Χριστιανόπουλος, Κυριακή Λεγάκη, Ρώμος Φιλύρας, Μανώλης Αναγνωστάκης, Βασίλης Ευρυπιώτης, Απόστολος Σπήλιος, Μίκα Παχή (ΜΚΧ).
Κάποια στιγμή καθόμουν δίπλα σε μια κοπέλα με εξωτική ομορφιά που κρατούσε μερικά βιβλία μαζί της. «Να τα βγάλω μια φωτογραφία;» τη ρώτησα. Ήταν τα βιβλία της Διαλεχτής Ζευγώλη-Γλέζου, μιας μεγάλης ποιήτριας που γεννήθηκε στην Απείρανθο.
Είχα ξανακούσει το όνομά της, ίσως είχα διαβάσει και μερικά ποιήματά της στο παρελθόν. Αλλά, όπως έχουμε ξαναπεί, κάποια στιγμή είναι η ιδανική, που έρχεται η ποίηση και σε βρίσκει. Εκείνη τη βραδιά, όταν η Κυριακή, με τη Σύμπαν να λαγοκοιμάται στα πόδια της, διάβασε ένα ποίημα της Διαλεχτής Ζευγώλη-Γλέζου, ήταν σαν όλα τα αστέρια του συμπάντος να μπαίνουν στη θέση τους, σαν να συμπληρώνεται το παζλ, σαν να βάζεις το τελευταίο κομμάτι του Lego!
Την άλλη μέρα πήγα ξανά στο Captain Books και αγόρασα μία από τις τελευταίες συλλογές της ποιήτριας. Τα βιβλία της είναι εξαντλημένα στον εκδότη και είναι κάπως σπάνιο να τα βρεις, είναι εκδόσεις της δεκαετίας του ’80 με άκοπες σελίδες! Ίσως η ποίησή της να μοιάζει κάπως παρωχημένη σήμερα, με τις ωραίες της ομοιοκαταληξίες, το ιδιαίτερο λεξιλόγιο και το λυρισμό της. Είναι όμως μια ζωντανή ακόμη ποίηση.
Ίσως κάποιος να αναρωτιέται αν είναι δυνατό να σε αγγίζουν ποιήματα που γράφτηκαν από μια γυναίκα κοντά στο τέλος της ζωής της, που μιλάει για έννοιες κάπως μεταφυσικές αλλά και για πιο απτά πράγματα όπως η πατρίδα, που μιλάει ενώ επίκειται ο θάνατος και ενώ την κατατρώει η αρρώστια. Ναι, είναι, γιατί μιλάει για πράγματα που αφορούν όλους μας, μιλάει για τη μνήμη, για τη νοσταλγία, για τον έρωτα, για τη φιλία. Γιατί μιλάει για το σκοτάδι της από το σημείο που είναι – αλλά μιλάει με φως.
Πορεία στο Φως
Στο άπειρο το χάος το βαθύ, το ανήλιαγο
Ανάερες οι ψυχές, βουβές οδεύουν
Κι άλλο δε συλλογιούνται μόνο πώς
Στο φως ν’ανέβουν
Την γη τη λησμονάνε με τις πίκρες της
Με τις χαρές, τους πόνους, τα όνειρά της,
Με τις αγάπες, τα μίση τα σκληρά,
Τον έρωτά της.
Κι είναι οι πολλές ψυχές που όλο βυθίζονται
Κι όλο καταχωνιάζονται στα ερέβη
Όμως η αγαθή αγωνίζεται ψυχή
Στο φώς ν’ανέβει.
Ωστόσο, η ποίηση στ Απεράθου δεν είναι μόνο υπόθεση των λογοτεχνών. Είναι σαν όλοι και όλες να είναι ποιητές και ποιήτριες σε αυτό το μέρος. Σε όποια κουβέντα και να βρεθείς μετά από λίγο θα αναφέρουν κάποια στιχάκια, κοτσάκια τα λένε εκεί. Στη φοβερή μελέτη του Γιαννούλη Γιαννούλη, από την οποία προέρχεται και το ποίημα της προμετωπίδας, διαβάζω: «Όσοι κατοίκησαν τ’ Απεράθου [το οποίο] κουβαλούν μαζί τους με ιδιαίτερη ευαισθησία ως φυσικό και δομημένο χώρο, όπως το κορίτσι του ποιήματος, αντιμετώπισαν την πρόκληση να επιβιώσουν σε ένα ορεινό αλλά μάλλον φιλικό περιβάλλον, όφειλαν λοιπόν, να ιδιοποιηθούν αυτό το περιβάλλον, επινοώντας τεχνικές αξιοποίησης των φυσικών πόρων. Αυτό το κατάφεραν με θαυμαστό τρόπο, αν κρίνουμε από το πώς οργάνωσαν τις παραγωγικές δραστηριότητες, από την ευφάνταστη μεταποίηση των διατροφικών προϊόντων, την οργάνωση του δομημένου χώρου, την κοινωνική συμβίωση και τη συνοικονόμηση των αναπόφευκτων ανταγωνισμών, χτίζοντας παράλληλα ένα πλούσιο πολιτιστικό εποικοδόμημα με τη χρήση του έμμετρου τρόπου επικοινωνίας…»
Τα ποιήματα είναι μέρος αυτής της πολιτιστικής κληρονομιάς και, όπως λέει σε άλλο σημείο ο Γιαννούλης, οι Απεραθίτες μαθαίνουν την τέχνη με το πρώτο τους το γάλα. Είναι τρόπος έκφρασης συναισθημάτων, εμπειριών, γνώσης αλλά και τρόπος επίλυσης διαφωνιών, τρόπος ερωτικής προσέγγισης, τρόπος να υπάρχεις τελικά. Στις λίγες μέρες που έμεινα φέτος ήρθα κι εγώ σε επαφή με αυτή την ποίηση. Η φίλη της μητέρας μου, η Ειρήνη, μας διηγήθηκε με τον ρέοντα λόγο της όλα τα νέα του χωριού, η μαμά μου ζητούσε πληροφορίες για ανθρώπους που ήξερε ως παιδί και η Ειρήνη πρόθυμα μας βοήθησε να προσαρμοστούμε στο σήμερα. (Άσε που όλο μας κερνούσε κάτι απίθανα σύκα και τυριά). Εκεί ανάμεσα έμπαιναν και τα στιχάκια, δικά της ή άλλων ποιητάδων:
«Δε θα ξαναπαίξεις μπάλα
Με τα κοπελάκια τ’άλλα» μας είπε για ένα παιδάκι που πέθανε πριν από χρόνια στο χωριό.
Αλλά και ένα χαρούμενο για τον εαυτό της που έγινε γιαγιά όταν ήταν ακόμη πολύ νέα:
«Να’ναι η Αθούσα μου καλά
Που μ’έκανε μικρή λαλά»
Όμως η γυναίκα που μου έκανε την περισσότερη εντύπωση είναι η αγαπημένη Μαριά, η γειτόνισσά μας στη Φυροΐστρα. Μπορεί να μην τέλειωσε καν τις πρώτες τάξεις του δημοτικού, αλλά κατέχει καλά την τέχνη του έμμετρου λόγου και δύσκολα θα μείνει κάποιος ασυγκίνητος από αυτά που γράφει:
«Σ’ένα παλιό τετράδιο
Τον πόνο μου έχω γράψει
Κι όποιος του ρίξει μια ματιά
Πολύ πικρά θα κλάψει»
Η Μαριά μου έδειξε ένα φύλλο από το τετράδιο που γράφει τη ζωή της έμμετρα. Το πιο ακριβό δώρο οι παρακάτω στίχοι με εξαιρετική χρήση της τεχνικής της σπασμένης συλλαβής, το χαρακτηριστικό αυτής της ποίησης.
«Να’ξερα αν υπάρχει εύτυ
χια στο ντουνιά τον ψεύτη
Κι αν υπάρχει είναι ελά
χιστη και δε φελά.
Ευτυχία ξέρεις πόσο
Το θέλα να σ’ανταμώσω».
Τώρα οι διακοπές έχουν τελειώσει, βέβαια. Γυρίσαμε πίσω, άρχισα να πηγαίνω στο καινούργιο μου σχολείο και να προσπαθώ να ετοιμαστώ για τον καινούργιο μου ρόλο. Τακτοποιώ τα βιβλία που έφερα από το ταξίδι και τα ξεφυλλίζω και τα μυρίζω μήπως και πάρω λίγη ακόμη δόση από Απείρανθο (αν και δύσκολο να φυλαχτεί αυτό το μείγμα από αεράκι και συκιές που διατρέχει όλο το χωριό).
Σήμερα στρώνω τα πολύτιμά μου δώρα, το υφαντό στον αργαλειό της φίλης μας της Σμαρώς, βάζω λίγη ρακή στο ποτηράκι και κόβω το περίφημο αρσενικό Νάξου (ευχαριστώ, Αργυρώ). Το καλοκαίρι συνεχίζεται μέσα μας με τουλάχιστον ένα κομματάκι Ευτυχίας Απεράθου©.
Και λίγη Διαλεχτή Ζευγώλη-Γλέζου ακόμη:
Περιμένω
Σαν το φρυγμένο χωράφι που αναμένει
Τη ζείδωρη βροχή να το ανασάνει,
Το κατάιδιο κι η ψυχή μου η πληγωμένη
Περιμένει το λόγο σου να υγειάνει.
Τον λόγο σου τον άγιο, που ανεβαίνει
Απ’την ζεστή καρδιά σου στάλα στάλα
Και με κρατά ζωντανή και με ημερώνει
Σαν το παιδί της μάνας του το γάλα.
1977
https://www.lifo.gr/tropos-zois/travel/apeiranthos-ena-mikro-ma-toso-megalo-horio-tis-naxoy