Lifestyle

Η ύπουλη απειλή της μικροβιακής αντοχής

Την περίοδο που εργαζόμουν ως σύμβουλος επικοινωνίας του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας στην Ελλάδα, και παρότι η χώρα μας βρισκόταν ακόμα εγκλωβισμένη στη δίνη της πανδημίας του κορωνοϊού και της επίμονης εκτόξευσης των κρουσμάτων, για τον διεθνή οργανισμό ένα διαχρονικό πρόβλημα παρέμενε στην κορυφή της δικής μας ατζέντας όσον αφορά τη δημόσια υγεία.

Πρόκειται για μία από τις μεγαλύτερες απειλές για την παγκόσμια υγεία, ένα φαινόμενο που προκαλεί τουλάχιστον 700.000 θανάτους ετησίως και που έως το 2050 προβλέπεται πως θα ευθύνεται για 10 εκατομμύρια θανάτους παγκοσμίως, περισσότερους από αυτούς που θα έχει προκαλέσει ο καρκίνος. 

Ταυτόχρονα αποτελεί και ένα φαινόμενο που εκδηλώνεται σε υπερθετικό βαθμό στη χώρα μας, μολονότι περνάει σχεδόν απαρατήρητο, και συμπυκνώνεται σε μια γνώριμη φράση που σχεδόν όλοι μας έχουμε πει κατά τις επισκέψεις μας σε κάποιον επαγγελματία υγείας: «Γιατρέ, μήπως να μου χορηγήσετε κανένα αντιβιοτικό;».

Μιλάμε για την απειλή της μικροβιακής αντοχής, δηλαδή της ολοένα και πιο έντονης αντίστασης που αναπτύσσουν οι μικροοργανισμοί στις αντιμικροβιακές ουσίες, με αποτέλεσμα να είναι πλέον λιγότερο ή και καθόλου ευαίσθητοι σε αυτές.

Τα ανθεκτικά μικρόβια που δημιουργούνται από την υπερβολική και συχνά αλόγιστη χρήση των αντιβιοτικών, τα λεγόμενα superbugs, όχι μόνο δεν καταστρέφονται από τα αντιβιοτικά αλλά επιβιώνουν και πολλαπλασιάζονται ελεύθερα, μεταφέροντας την αντοχή στις επόμενες γενιές μικροβίων. 

Σήμερα, σε αρκετές χώρες του πλανήτη, ανάμεσά τους και η χώρα μας, αμέτρητοι ασθενείς εμφανίζουν λοιμώξεις από βακτήρια ανθεκτικά σε όλα σχεδόν τα διαθέσιμα αντιβιοτικά.

Αυτός είναι και ο λόγος που διάφοροι γιατροί, δίχως καμία δόση υπερβολής, χαρακτηρίζουν το φαινόμενο τη μεγαλύτερη διαχρονική απειλή για τη δημόσια υγεία, καθώς ήδη η ανθρωπότητα έρχεται αντιμέτωπη με τον κίνδυνο να μην είναι σε θέση να θεραπεύσει λοιμώξεις από κοινά βακτήρια.

Σήμερα, σε αρκετές χώρες του πλανήτη, ανάμεσά τους και η χώρα μας, αμέτρητοι ασθενείς εμφανίζουν λοιμώξεις από βακτήρια ανθεκτικά σε όλα σχεδόν τα διαθέσιμα αντιβιοτικά.

Υπάρχουν, φυσικά, δεκάδες κορυφαίοι επιστήμονες που παρακολουθούν στενά το φαινόμενο και καθοδηγούν τις πολιτικές δημόσιας υγείας ώστε να αποφευχθούν τα χειρότερα.

zaoutis
Θεοκλής Ζαούτης

Ένας εξ αυτών είναι αναμφίβολα και ο Θεοκλής Ζαούτης, καθηγητής Παιδιατρικής στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, οµότιµος καθηγητής Επιδηµιολογίας στην Ιατρική Σχολή Perelman του Πανεπιστηµίου της Πενσιλβάνια και στο Children’s Hospital of Philadelphia, και πρόεδρος του ΕΟΔΥ. Η LiFO συνομίλησε μαζί του για τα αίτια της πιο ύπουλης απειλή της δημόσιας υγείας καθώς και για το οπλοστάσιο που διαθέτουμε για να την περιορίσουμε.

— Κύριε Ζαούτη, το φαινόμενο της μικροβιακής αντοχής έχει αγγίξει πλέον εξαιρετικά υψηλά επίπεδα, τόσο παγκοσμίως όσο και στη χώρα μας. Με απλά λόγια, μπορείτε να μας εξηγήσετε ποιες είναι οι αιτίες που μας έφεραν μέχρι εδώ;
Δεν χωρά αμφιβολία πως ένας από τους πιο σημαντικούς παράγοντες για την ανάπτυξή της είναι η εκτενής και αλόγιστη χρήση των αντιβιοτικών. Εν ολίγοις, όσο περισσότερο εκτίθενται τα μικρόβια στα αντιβιοτικά, τόσο περισσότερο θα εξελίσσονται έτσι ώστε να μπορούν να αντιστέκονται σε αυτά.

Σκοπός του μικροβίου, άλλωστε, είναι η επιβίωση, γι’ αυτό και μεταλλάσσεται συνεχώς, αλλάζει το γενετικό του υλικό για να πολεμήσει τα αντιβιοτικά. Όσο περισσότερα αντιβιοτικά χρησιμοποιούμε, λοιπόν, τόσο περισσότερο αναπτύσσεται το φαινόμενο της μικροβιακής αντοχής. 

Ταυτόχρονα, βέβαια, τα αντιβιοτικά τα χρειαζόμαστε. Είναι απολύτως αναγκαία για να θεραπεύουμε πολλές λοιμώξεις και τελικά για να σώζουμε ανθρώπινες ζωές.

Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι αδιαπραγμάτευτη: υπάρχει ένα τεράστιο ποσοστό της χρήσης των αντιβιοτικών ‒κάποιες μελέτες, μάλιστα, το τοποθετούν στο 50%‒ που είναι ξεκάθαρα περιττό.

Συχνά, για παράδειγμα, οι γιατροί τα χορηγούμε για να θεραπεύσουμε ιώσεις, παρότι δεν έχουν καμία επίπτωση, είτε επειδή το ζητάει ο ασθενής είτε για να νιώσουμε κι εμείς καλύτερα και να καθησυχάσουμε κάποιον γονιό.

Ωθούμε, λοιπόν, τα μικρόβια στο να γίνονται όλο και δυνατότερα και περισσότερο πιο ανθεκτικά. Γι’ αυτό και κράτη σαν το δικό μας, τα οποία χρησιμοποιούν ένα σημαντικά υψηλότερο ποσοστό αντιβιοτικών σε σχέση με την υπόλοιπη Ε.Ε., έχουν και από τα μεγαλύτερα ποσοστά αντοχής. 

Ένας δεύτερος και κομβικός παράγοντας είναι η χρήση αντιβιοτικών στην κτηνοτροφία. Σε κάθε γωνιά του πλανήτη τα αντιβιοτικά χρησιμοποιούνται σε τεράστιες ποσότητες στις τροφές των ζώων, ώστε αυτά να γίνονται πιο παχιά και το κρέας τους πιο τρυφερό.

Μιλάμε, λοιπόν για έναν γιγάντιο όγκο αντιβιοτικών που «αναγκάζει» καθημερινά τα μικρόβια να εξελίσσονται και να αντιστέκονται. Και όπως γνωρίζουμε, αλλά οφείλουμε συνεχώς να υπενθυμίζουμε, τα μικρόβια από τα ζώα επηρεάζουν τελικά και την υγεία των ανθρώπων, καθώς ο πλανήτης, τα ζώα και οι άνθρωποι αποτελούμε όλοι μια ενιαία υγεία.

— Υπάρχουν πλέον δεκάδες δυσοίωνες προβλέψεις του ΠΟΥ και του Ευρωπαϊκού Κέντρου Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων (ECDC) για την εξέλιξη του φαινομένου της μικροβιακής αντοχής. Αναρωτιέμαι πώς παρακολουθείται και ποσοτικοποιείται η αντοχή, πώς συλλέγονται τα δεδομένα και πώς δημιουργούνται αυτές οι εκτιμήσεις. Πού ακριβώς βρίσκεται η Ελλάδα;
Η Ε.Ε. έχει ένα δίκτυο εντός του ECDC, όπου όλα τα κράτη-μέλη στέλνουν μια ετήσια αναλυτική έκθεση με δεδομένα για το προφίλ των μικροβίων στα νοσοκομεία μας από τη μια, καθώς και για τη χρήση των αντιβιοτικών από την άλλη.

Τα δεδομένα αυτά μπορεί να τα συναντήσει κανείς στην ιστοσελίδα του ECDC, όπου ένας διαδραστικός χάρτης της Ευρώπης φανερώνει τα διάφορα μικρόβια και τα επίπεδα της αντοχής. Έτσι βγαίνουν τα ποσοστά και η κατάταξη των χωρών και με βάση αυτές τις πληροφορίες χτίζονται μοντέλα που εξετάζουν την τάση ανάπτυξης της αντοχής στα μικρόβια, καθώς και την τάση της χορήγησης των αντιβιοτικών.

Η πιο πρόσφατη μελέτη που εξέταζε την έκβαση των λοιμώξεων που είναι ανθεκτικές στα αντιβιοτικά τοποθετούσε την Ελλάδα δεύτερη στην Ε.Ε. στον λεγόμενο δείκτη του «αναπηροσταθµισµένου έτους ζωής» (DALY) που ισοδυναµεί µε τον συνολικό αριθµό ετών υγιούς ζωής τα οποία χάνονται εξαιτίας ασθένειας, αναπηρίας και θανάτου. Δηλαδή το κόστος της μικροβιακής αντοχής σε ανθρώπινες ζωές στην Ελλάδα έρχεται δεύτερο, αμέσως μετά την Ιταλία, και ολοένα χειροτερεύει.

Μιλάμε για γιγαντιαίο πρόβλημα, και μάλιστα σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες οι ασθενείς συμπληρώνουν ερωτηματολόγια και θεραπεύονται σε ξεχωριστές πτέρυγες αν έχουν επισκεφτεί νοσοκομεία στην Ελλάδα, επειδή μπορεί να έχουν εκτεθεί στα τοπικά superbugs.

— Ποια είναι, λοιπόν, τα όπλα και ποιες οι βέλτιστες πρακτικές για να περιορίσουμε την ύπουλη απειλή της μικροβιακής αντοχής;
Το πρώτο και κυριότερο βήμα είναι η ορθή χρήση των αντιβιοτικών. Πρέπει να αλλάξουμε άμεσα την αντίληψη και την κουλτούρα μας, αν θέλετε, αναφορικά με τη χορήγηση των αντιβιοτικών.

Το δεύτερο βήμα αφορά την πρόληψη των λοιμώξεων, τόσο στην κοινότητα όσο και στα νοσοκομεία. Κομβικός σε αυτή την προσπάθεια είναι ο τακτικός εμβολιασμός. Αν θωρακιστούμε με εμβόλια κατά της γρίπης, του Covid και άλλων ιών, ο ασθενής δεν θα εμφανίσει συμπτώματα κρυολογήματος και δεν θα αναζητήσει άσκοπα τα αντιβιοτικά.

Έπειτα υπάρχουν οι καλές πρακτικές υγιεινής, π.χ. των χεριών, ο σωστός τρόπος να βήχουμε για να μη μεταδίδουμε τα μικρόβια, γενικά όλα τα μέτρα που μάθαμε να εφαρμόζουμε λόγω της πανδημίας, για να περιορίσουμε τη μετάδοση των μικροβίων.

Το τρίτο βήμα αφορά την παρακολούθηση και πρόληψη των ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων. Άλλωστε, αν δεν υπάρχει λοίμωξη εντός του νοσοκομείου, δεν υπάρχει ανάγκη χορήγησης αντιβιοτικού και δεν ακολουθεί η ανάπτυξη και εξέλιξη του μικροβίου σε έναν πιο ανθεκτικό οργανισμό ‒ κι έτσι αποφεύγουμε αυτόν τον φαύλο κύκλο.

Η Ελλάδα, ξέρετε, έχει το από τα υψηλότερα ποσοστά ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων στην Ε.Ε. και αυτές οι λοιμώξεις προέρχονται συνήθως από μικρόβια με ιδιαίτερη ανθεκτικότητα.

Τέλος, χρειάζεται και ο άμεσος περιορισμός των αντιβιοτικών στην κτηνοτροφία. Μάλιστα, σήμερα, μια σειρά κρατών έχει κάνει τρομερά βήματα προς αυτή την κατεύθυνση. Η Δανία και άλλες σκανδιναβικές χώρες έχουν κάνει κυριολεκτικά άλματα στην προσπάθειά τους να μειώσουν τον όγκο των αντιβιοτικών που χρησιμοποιούν στις τροφές των ζώων.

Αντίθετα, κάποια άλλα κράτη, όπως οι ΗΠΑ, διατηρούν ένα τεράστιο lobby από παραγωγούς ζωοτροφών που πιέζουν ώστε να μη μειωθεί. Χρειάζεται, λοιπόν, μια συντονισμένη και ολιστική παγκόσμια προσέγγιση.

— Ασχολείστε πλέον αρκετά χρόνια με το φαινόμενο και γνωρίζετε πως για να περιοριστεί χρειάζεται μια ευρύτερη αλλαγή νοοτροπίας στην κοινωνία σχετικά με τη χρήση των αντιβιοτικών. Ποιο είναι, λοιπόν, το μήνυμά σας;
Έχετε απόλυτο δίκιο, η αλλαγή πρέπει να έρθει από τον κόσμο. Ο ασθενής οφείλει να ρωτά τον γιατρό του με ψυχραιμία: «Θεωρείτε πως χρειάζομαι το αντιβιοτικό ή μήπως όχι; Είναι απαραίτητο; Θα με βοηθήσει να γίνω καλύτερα;».

Ο κόσμος πρέπει να γίνει σύμμαχός μας σε αυτή την προσπάθεια και να καταλάβει πως το αντιβιοτικό σε κάθε περίπτωση δεν είναι πανάκεια.

Θα σας δώσω μερικά παραδείγματα για το πώς χειροτερεύει καθημερινά το φαινόμενο: το κοινό κρυολόγημα χρειάζεται περίπου πέντε με έξι μέρες να περάσει. Ο ασθενής συνήθως παρουσιάζει συμπτώματα τις πρώτες τρεις μέρες και έπειτα επισκέπτεται τον γιατρό που του χορηγεί το αντιβιοτικό. Σε δύο μέρες είναι πλέον περδίκι, όμως ούτως ή άλλως θα είχε αναρρώσει γιατί αυτός είναι ο φυσιολογικός κύκλος ζωής της ίωσης του κρυολογήματος.

Με αυτές τις πρακτικές, όμως, παγιώνεται η εσφαλμένη αντίληψη πως για την ίαση ευθύνεται το αντιβιοτικό. Το πρόβλημα είναι πως η μικροβιακή αντοχή είναι μια έννοια πολύ αφηρημένη για τον γονιό ή τον ασθενή, ένα φαινόμενο που στο μυαλό μας έχει μονάχα μακροχρόνιες επιπτώσεις. Υπάρχουν όμως δεκάδες εξαιρετικές μελέτες οι οποίες δείχνουν τις πολλαπλές επιπτώσεις που έχει η εξάρτησή μας από τα αντιβιοτικά.

Πρόσφατα δημοσιεύτηκε μια έρευνα που επικεντρώνεται στο μικροβίωμα, δηλαδή στα υγιή μικρόβια του ανθρώπινου σώματος, με τα οποία συμβιώνουμε και μας κρατούν υγιείς. Αποδείχθηκε πως η συνεχής και αλόγιστη χρήση των αντιβιοτικών αλλάζει το μικροβίωμα και ανεβάζει τον κίνδυνο εμφάνισης αυτοάνοσων νοσημάτων.

Γνωρίζουμε πλέον πως όσο περισσότερα αντιβιοτικά παίρνουν τα παιδιά σε μικρή ηλικία, τόσο περισσότερο ανεβαίνει ο κίνδυνος να πάθουν ελκώδη κολίτιδα και νόσο του Crohn.

Από δημοσκοπήσεις που έγιναν βάσει των αντιλήψεων γιατρών και ασθενών σχετικά με τη μικροβιακή αντοχή, βγήκε το συμπέρασμα είναι πως όλοι το θεωρούν ένα πρόβλημα που βρίσκεται μακριά μας, κάπου εκεί έξω. Η πραγματικότητα είναι πως η μικροβιακή αντοχή είναι ήδη εδώ, στην πόρτα μας, στο σπίτι μας, στα ιατρεία και στα νοσοκομεία μας.

πηγή: lifo

tropos-zois/health-fitness/i-ypoyli-apeili-tis-mikrobiakis-antohis

Related Articles

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to top button