Lifestyle

«Λυπάμαι που νιώθεις έτσι»: Γιατί η παθητική επιθετικότητα κατέλαβε τον κόσμο;

O Aaron ολοκλήρωνε ένα εργασιακό τηλεφώνημα όσο ο σύντροφος του Jim τον περίμενε στο τραπέζι για το δείπνο τους. «Θα κάνω 2-3 λεπτά» ψιθύρισε ο Aaron και ο Jim του ένευσε με το κεφάλι του ότι δεν υπάρχει πρόβλημα. Μισή ώρα αργότερα, ο Aaron βρίσκεται ακόμη στο τηλέφωνο αναμασώντας διάφορες εταιρικές εκφράσεις, ο Jim κοιτάζει το πιάτο του με μια κενή έκφραση, ενώ το δείπνο τους έχει κρυώσει.Επιστρέφοντας στο τραπέζι ο Aaron επαινεί με περίσσιο ενθουσιασμό το πόσο νόστιμο είναι το φαγητό, την ίδια στιγμή που ο Jim σηκώνεται αποφασιστικά από το τραπέζι ρίχνοντας ένα κεραυνοβόλο βλέμμα πίσω του.

Ο Aaron καταλαβαίνει καθυστερημένα ότι ο σύντροφος του έχει νευριάσει και σπεύδει να ζητήσει συγγνώμη, όμως η απολογία του διακόπτεται από τον ηχηρό βρόντο της πόρτας που κλείνει πίσω από τον Jim.

Παρόλο που στο συγκεκριμένο πλαίσιο η συμπεριφορά αυτή ασκείται στο σπίτι, η παθητική επιθετικότητα ευδοκιμεί κυρίως στον εργασιακό χώρο, όπου οι πιο άμεσες εκφράσεις απογοήτευσης και δυσαρέσκειας θεωρούνται αντιεπαγγελματικές.

Το παραπάνω περιστατικό αποτελεί ένα χαρακτηριστικό περιστατικό αυτού που περιγράφουμε ως παθητική επιθετικότητα και η συγκεκριμένη συμπεριφορά αποτελεί ένα σημείο των καιρών μας.

Η παθητική επιθετικότητα είναι μια από εκείνες τις συμπεριφορικές τάσεις που, όπως η χρόνια υπερκόπωση ή οι ναρκισσιστικές εκδηλώσεις, έχουν γίνει καθοριστικό σύμπτωμα του σύγχρονου κόσμου.

Συγκεκριμένα, ως παθητική επιθετικότητα ορίζουμε τα κρυφά, έμμεσα και συχνά ύπουλα μέσα με τα οποία εκφράζουμε τον ανταγωνισμό ή τη μη συμμόρφωση μας με μια κατάσταση, εξασφαλίζοντας παράλληλα την εύλογη άρνηση κάθε τέτοιας πρόθεσης.

Στο παραπάνω παράδειγμα η παθητική επιθετικότητα του Aaron προκάλεσε την εκνευρισμένη αντίδραση του Τζιμ.

Παρόλο που στο συγκεκριμένο πλαίσιο η συμπεριφορά αυτή ασκείται στο σπίτι, η παθητική επιθετικότητα ευδοκιμεί κυρίως στον εργασιακό χώρο, όπου οι πιο άμεσες εκφράσεις απογοήτευσης και δυσαρέσκειας θεωρούνται αντιεπαγγελματικές.

Σχεδόν όλοι μπορούμε να φέρουμε στο μυαλό μας παραδείγματα παθητικής επιθετικότητας από τον εργασιακό μας χώρο. Ο αγανακτισμένος υπάλληλος που, όταν ερωτάται από τον προϊστάμενο του για μια καθυστερημένη αναφορά, μουρμουρίζει ότι «μέσα στον όγκο των αιτημάτων σας, ξεχάστηκε» – καθόλου τυχαία η χρήση παθητικής φωνής στη συγκεκριμένη συμπεριφορά, αποπνέει μια αίσθηση αποποίησης ευθύνης.

Ο συνάδελφος που λούζει με «γενναιόδωρα» κομπλιμέντα του τύπου: «Δεν περίμενα να είναι τόσο καλή η παρουσίαση σου». Το αφεντικό που τηλεφωνεί την ώρα ανάπαυσης για να ρωτήσει αν ο υπάλληλος του θα ήθελε να μείνει λίγο πιο αργά για να αναλάβει ένα meeting.

Σε όλα τα παραπάνω παραδείγματα, η εχθρική ή παρεμποδιστική συμπεριφορά εκδηλώνεται και αποκηρύσσεται ταυτόχρονα, έτσι ώστε ο «δράστης» να μπορεί να διαβεβαιώσει ότι σίγουρα δεν είχε πρόθεση να προκαλέσει τον όποιο εκνευρισμό μπορεί να αισθάνεται το άλλο άτομο.

Μάλιστα ο αποδέκτης είναι αυτός που μένει με την αίσθηση ότι το πρόβλημα είναι δικό του. Το εντυπωσιακό με την παθητική επιθετικότητα είναι ότι αποτελεί μια στρατηγική που μπορεί να υιοθετηθεί τόσο από υψηλόβαθμα στελέχη στον εργασιακό χώρο όσο και από συναδέλφους.

«Συγγνώμη που νιώθεις έτσι»: Γιατί η παθητική επιθετικότητα κατέλαβε τον κόσμο; Facebook Twitter
Μια σιωπή ή μια παύση, ένα εξαναγκασμένο χαμόγελο ή ένα άκαμπτο «ευχαριστώ». Αυτές οι λέξεις και οι χειρονομίες μπορεί να φαίνονται εντελώς αθώες ή να στερούνται οποιουδήποτε νοήματος σε έναν ξένο, αλλά είναι φορτωμένες με σημασία για τους ανθρώπους που βρίσκονται κοντά στο άτομο.

Επιπλέον, αυτή η στρατηγική παρέχει τέλεια κάλυψη για μυριάδες άλλες συμπεριφορές όπως η καταστροφική αναβλητικότητα συνοδευόμενη από δικαιολογίες που αγγίζουν τα όρια της κατηγορίας («Νομίζω ότι σου είπα όταν με ρώτησες ότι είμαι πολύ αγχωμένος το τελευταίο διάστημα»), η αντιπάθεια που προβάλλεται επιδέξια μέσω της ανειλικρίνειας («Λυπάμαι αν σε πείραξε αυτό που είπα»), καθώς και η συνεχής αλλά οριακά ανεπαίσθητη εκδήλωση δυσαρέσκειας.

Οι συμπεριφορές αυτές επιδεινώθηκαν ταχύτατα κατά την διάρκεια της πανδημίας με την αύξηση της τηλεργασίας. Τρόποι επικοινωνίας όπως τα email και τα εταιρικά chat δεν μπορούν να μεταφέρουν με ακρίβεια τον τόνο και το ύφος ενός μηνύματος. Κάτι που μπορεί να ακουστεί παιχνιδιάρικο και αστείο στην face-to-face επικοινωνία, μπορεί εξίσου εύκολα να παρεξηγηθεί ως σαρκαστικό και υποτιμητικό όταν διαβάζεται σε μια οθόνη.

Επομένως, δεν είναι περίεργο που η παθητική επιθετικότητα έχει ευδοκιμήσει καθώς βλέπουμε λιγότερο τους συναδέλφους μας και επιτρέπουμε στην φαντασία μας να οργιάζει με υποψίες για την κρυφή εχθρότητα των άλλων.

Ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα παθητικής επιθετικότητας προέρχεται από την λογοτεχνία και το έργο του Herman Melville από το 1853, Bartleby, the Scrivener.

Σε αυτό, ο πρωταγωνιστής Bartleby είναι ένας «αξιοθρήνητα αξιοσέβαστος» νεαρός που αναλαμβάνει μια θέση σε ένα νομικό γραφείο του οποίου ηγείται ο ανώνυμος αφηγητής της ιστορίας.

Έπειτα από ένα σύντομο διάστημα όπου ο Bartleby εκτελεί τα καθήκοντα του με υπερβολική ταχύτητα και αποτελεσματικότητα, ο ίδιος απαντά στο αίτημα του αφεντικού του να εξετάσει ένα έγγραφο με το διάσημο πλέον απόφθεγμα: «Θα προτιμούσα να μην το κάνω».

Μετά από αυτό ο Bartleby σταδιακά υποχωρεί πεισματικά στην σιωπή και στην αδράνεια, αλλά δεν αποχωρεί από το γραφείο, καταφέρνοντας τελικά να διαλύσει όλη την εταιρεία.

Η απάντηση του Bartleby αποτελεί την επιτομή της παθητικής επιθετικής έκφρασης. Δεν αρνείται ευθέως να εξετάσει το έγγραφο. Για ένα αφεντικό, η άρνηση είναι απίθανο να είναι ποτέ ευπρόσδεκτη, αλλά είναι τουλάχιστον κατανοητή, ακριβώς επειδή σηματοδοτεί μια ενεργή στάση.

Απεναντίας, το «θα προτιμούσα να μην το κάνω» σηματοδοτεί μια απουσία ενεργής στάσης. Δεν απαιτεί τίποτα, δεν αρνείται τίποτα και έτσι απενεργοποιεί εκ των προτέρων κάθε πιθανή απάντηση.

«Δεν θα το κάνεις;» τον ρωτά ο αφηγητής ως απάντηση, προσπαθώντας προφανώς να αποσπάσει από τον υπάλληλό του μια ρητή έκφραση προκλητικότητας που θα δικαιολογούσε την επιβολή κυρώσεων. «Θα προτιμούσα όχι», διορθώνει ο Bartleby, σαν να διευκρινίζει στον εργοδότη του ότι απλώς περιγράφει την τάση του και όχι ότι κάνει κάποια δήλωση πρόθεσης.

Η έκφραση του Bartleby ρίχνει λίγο φως στο πώς λειτουργούν οι πιο συνηθισμένες μορφές παθητικής επιθετικότητας, και ενδεχομένως απαντώντας στο βασικό ερώτημα του πώς μπορούμε να διαφωνήσουμε ή να αντιταχθούμε σε μια στάση που αρνείται να αποκαλυφθεί.

Φυσικά, στις στενές σχέσεις τα πράγματα είναι λίγο πιο εύκολα. Με την πάροδο των ετών, τα ζευγάρια, οι οικογένειες και οι στενοί φίλοι αποκτούν ένα πλούσιο απόθεμα γνώσεων για τους κώδικες και τα τεχνάσματα του άλλου και έτσι είναι σε θέση να τα αναφέρουν.

Μια σιωπή ή μια παύση, ένα εξαναγκασμένο χαμόγελο ή ένα άκαμπτο «ευχαριστώ». Αυτές οι λέξεις και οι χειρονομίες μπορεί να φαίνονται εντελώς αθώες ή να στερούνται οποιουδήποτε νοήματος σε έναν ξένο, αλλά είναι φορτωμένες με σημασία για τους ανθρώπους που βρίσκονται κοντά στο άτομο. Έτσι, σε αυτές τις περιπτώσεις είναι δύσκολο για την επιθετικότητα να κρυφτεί πίσω από την παθητικότητα μέσω τεχνασμάτων.

Αλλά τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά στον εργασιακό χώρο, όπου η επιθετική συμπεριφορά αποδοκιμάζεται. Απαιτείται όχι μόνο να είμαστε συνεργάσιμοι, αλλά και να υποθέτουμε την καλή πίστη των συναδέλφων μας. Δεν μπορούμε να τους κατηγορήσουμε για ύπουλα κίνητρα, όσο κι αν τα υποψιαζόμαστε.

Δυστυχώς, η παθητική επιθετικότητα είναι ένας από εκείνους τους ψυχολογικούς όρους, όπως οι όροι «ναρκισσιστικός», «παρανοϊκός», «τοξικός» κ.ο.κ.. των οποίων η περιστασιακή χρήση έχει σταδιακά αποδυναμώσει την ακρίβειά τους.

Η ψυχιατρική ιστορία του όρου είναι συγκεχυμένη. Από το 1952, όταν εκδόθηκε η πρώτη έκδοση του Διαγνωστικού και Στατιστικού Εγχειριδίου Ψυχικών Διαταραχών (DSM), της βίβλου της σύγχρονης ψυχιατρικής πρακτικής, η ιδέα της παθητικής επιθετικότητας ως διακριτής διαταραχής της προσωπικότητας έχει ταλαντευτεί και έχει χάσει την εύνοιά της.

Σύμφωνα με τον Christofer Lane, ιστορικό ψυχολογίας, οι συντάκτες της πρώτης έκδοσης του DSM εντόπισαν τα κριτήρια για τη διάγνωση ενός παθητικο-επιθετικού τύπου προσωπικότητας από μια έκθεση του 1945 του συνταγματάρχη William Menninger, στρατιωτικού ψυχιάτρου, ο οποίος εξέφραζε τη λύπη του για την αυξανόμενη αποφυγή των στρατιωτικών καθηκόντων από τους Αμερικανούς στρατιώτες που χρησιμοποιούσαν «παθητικά μέτρα, όπως κατσούφιασμα, πείσμα, αναβλητικότητα, αναποτελεσματικότητα και παθητική παρεμπόδιση» μπροστά στο «συνηθισμένο στρατιωτικό στρες».

Φυσικά, είναι κάπως παρωχημένο να εκλαμβάνεται ως σύμπτωμα ψυχικής ασθένειας η αποστροφή του ατόμου να εμπλακεί σε επικίνδυνες στρατιωτικές επιχειρήσεις που απειλούν την ζωή του.

Το πρόβλημα με την παθολογικοποίηση ανθρώπινων χαρακτηριστικών, όπως το πείσμα, η αναποτελεσματικότητα και η αναβλητικότητα, είναι ότι σίγουρα ισχύουν σε κάποιο βαθμό για όλους μας. Αλλά αυτή η διαπίστωση είναι δύσκολο να διατηρηθεί όταν είμαστε τόσο απασχολημένοι με το να κατηγορούμε τους άλλους για ψυχικές διαταραχές, μια τάση που τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν επιδεινώσει.

Σε μια κουλτούρα στην οποία τα σύνθετα ανθρώπινα χαρακτηριστικά γίνονται τροφή για απλοϊκές ηθικές κρίσεις, η παθητική επιθετικότητα θα αποτελεί πάντα πρόβλημα ενός άλλου, δυσπροσάρμοστου ατόμου.

Αλλά ίσως έχει περισσότερο νόημα να τη θεωρήσουμε ως μια δυναμική μέσα στις σχέσεις, ένα ρεύμα που περνάει μεταξύ φίλων, συναδέλφων, ζευγαριών και οικογενειών παρά ως μια ιδιότητα συγκεκριμένων προσωπικοτήτων. Μια συνέπεια του να το σκεφτόμαστε με αυτόν τον τρόπο είναι ότι αναγνωρίζουμε ότι η παθητική επιθετικότητα κρύβεται σε όλους μας. 

Η επιθετικότητα μπορεί να μεταμφιεστεί με πολλούς τρόπους, αλλά αναμφίβολα ο πιο αποτελεσματικός σε κοινωνίες που διέπονται από περίπλοκους κώδικες συμπεριφοράς είναι να εμφανίζεται ως το αντίθετό της.

Με στοιχεία από το Economist.

πηγή: lifo

now/world/lypamai-poy-niotheis-etsi-giati-i-pathitiki-epithetikotita-katelabe-ton-kosmo

Related Articles

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to top button