Ταξίδι σε δύο αρχαίες πόλεις των Μάγιας
Παραμονή Χριστουγέννων. Η υποδοχή μας στο ξενοδοχειακό συγκρότημα στην περιοχή της Τουλούμ ήταν επεισοδιακή, και όχι μόνο γιατί ήταν εντελώς απρόσμενη η εικόνα «επί γης παραδείσου» που αντικρίσαμε.
Μόλις εγκατασταθήκαμε στο μπαγκαλόου (ένα από τα 4.000 που αποτελούσαν την ξενοδοχειακή μονάδα) και βγήκαμε να εξερευνήσουμε τη ζούγκλα από γιγαντιαίους πόθους (με φύλλα σε μέγεθος μονστέρας) που σκαρφάλωναν σε δέντρα και τοίχους, πέσαμε πάνω σε στιγμές φρίκης. Μια ομάδα αγνώστων ζώων, σε μέγεθος μεγάλης γάτας, είχαν πιάσει ένα μαύρο πουλί και το κατασπάραζαν. Το πουλί τσίριζε απεγνωσμένα, αλλά πριν προλάβουμε να αντιδράσουμε το είχαν κομματιάσει και το είχαν καταπιεί.
Στη συνέχεια μάθαμε ότι τα ζώα –που τα λένε κοάτι– είναι ένα είδος ημερόβιου ρακούν, που ζει σε ομάδες τριάντα ατόμων και είναι παμφάγο. Στο ξενοδοχείο έχει βρει καταφύγιο και έχει εξοικειωθεί με τον κόσμο, οπότε δεν φοβάται να βγει να αναζητήσει τροφή, και στους χώρους των εστιατορίων ολόκληρες οικογένειες κοάτι, κάθε μεγέθους και ηλικίας, έκαναν γιορτή. Βέβαια, απαγορευόταν να τα ταΐσεις, γιατί έμπαιναν με θράσος στον χώρο και γίνονταν πολύ ενοχλητικά, αλλά ήταν αδύνατο να αντισταθείς στη ζητιανιά τους.
Το αίμα το συναντάς παντού στη χερσόνησο του Γιουκατάν, είναι μια κατάρα από την οποία δεν μπορείς να ξεφύγεις, στην υπενθυμίζουν οι βωμοί που υπάρχουν σε κάθε αρχαιολογικό χώρο και τα ιερά στις κορυφές των πυραμίδων, από όπου έχουν κυλίσει χιλιάδες κεφάλια κι έχουν ξεριζωθεί χιλιάδες καρδιές.
Ο ξεναγός που μας συνόδευε στις αρχαίες πόλεις προσπαθούσε να μας πείσει ότι οι Αζτέκοι και οι Μάγιας δεν ήταν αιμοδιψείς βάρβαροι που τρέφονταν με ανθρώπινες σάρκες, αλλά η θυσία ήταν κάτι σαν αναγκαίο κακό. Ήταν ο μόνος τρόπος να πείσουν τους θεούς να στείλουν βροχή και ευφορία στη γη για να μην πεθάνουν από πείνα και δίψα.
Το αίμα το συναντάς παντού στη χερσόνησο του Γιουκατάν, είναι μια κατάρα από την οποία δεν μπορείς να ξεφύγεις, στην υπενθυμίζουν οι βωμοί που υπάρχουν σε κάθε αρχαιολογικό χώρο και τα ιερά στις κορυφές των πυραμίδων, από όπου έχουν κυλίσει χιλιάδες κεφάλια κι έχουν ξεριζωθεί χιλιάδες καρδιές.
Στους (άπειρους) κήπους του συγκροτήματος με τροπικά φυτά-τέρατα και εξωτικά λουλούδια κυκλοφορούσαν ανενόχλητα και κάτι τεράστια τρωκτικά, τα αγκούτι («δασύπρωκτοι» στα ελληνικά), που μοιάζουν με μεγάλα ινδικά χοιρίδια, με πιο μακριά πόδια. Τα αγκούτι είναι, ευτυχώς, φυτοφάγα, και μπορεί να κάνουν ζημιές στις φυτείες μπανάνας και ζαχαροκάλαμου, αλλά βοηθάνε και στον πολλαπλασιασμό σπάνιων φυτών, γιατί θάβουν σπόρους για απόθεμα φαγητού και τους ξεχνάνε μέσα στο χώμα.
Μόλις συνήλθαμε από το σοκ της πανίδας και της χλωρίδας, αρχίσαμε να προσέχουμε το τεράστιο συγκρότημα με τους δεκάδες χιλιάδες Αμερικανούς που το έβλεπαν ως ευκαιρία να κάνουν πραγματικότητα τις διακοπές των ονείρων τους – που περιλαμβάνουν φαγητό μέχρι να σκάσεις από μπουφέ με εκατοντάδες επιλογές και μπάνιο με δελφίνια σε τροπικές παραλίες, ατελείωτες, μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι σου.
Το Γιουκατάν είναι η χερσόνησος που μαζεύει εκατομμύρια τουρίστες, τον περισσότερο κόσμο στο Μεξικό, αλλά και από τα πιο ενδιαφέροντα μέρη του, γιατί έχει μερικούς από τους πιο σημαντικούς (και δημοφιλείς) αρχαιολογικούς χώρους, όπως η Τουλούμ, η αρχαία πόλη που είναι σκαρφαλωμένη στην άκρη ενός γκρεμού της Κουιντάνα Ρου με θέα τη θάλασσα της Καραϊβικής. Είναι η μόνη αρχαία πόλη δίπλα στη θάλασσα που έχει ανασκαφεί, οπότε συνήθως γίνεται το αδιαχώρητο.
Η κακοκαιρία που σάρωνε τη Βόρεια Αμερική και έφερε το ψυχρό ρεύμα αέρα μέχρι το Μεξικό (το Μεξικό είναι στη Βόρεια Αμερική) είχε ρίξει τη θερμοκρασία τουλάχιστον είκοσι βαθμούς, οπότε την είδαμε σχεδόν άδεια, με δροσιά και στις καλύτερες συνθήκες. Συνήθως αυτή την εποχή έχει ανυπόφορη ζέστη και υγρασία.
Η χερσόνησος του Γιουκατάν είναι από τα πιο όμορφα κομμάτια του Μεξικού, με τα απομεινάρια του πολιτισμού των Μάγιας να ξεπροβάλλουν μέσα στη ζούγκλα, με πολύχρωμα χαμόσπιτα κατά μήκος των δρόμων –ατελείωτοι δρόμοι σε μία ευθεία, χωρίς καθόλου στροφές–, αποικιακές πόλεις και χασιέντες, τα πολυτελή αγροκτήματα των χιλιάδων στρεμμάτων με φυτείες «πράσινου χρυσού», της ντόπιας αγαύης που έδινε σχοινιά για πλοία και ανθεκτικά υφάσματα, τα οποία εξάγονταν σε ολόκληρο τον κόσμο κι έκαναν τους ιδιοκτήτες τους πάμπλουτους. Οι ντόπιοι, βέβαια, ήταν σκλάβοι.
Το πρώτο πράγμα που σε κάνει να διαπιστώσεις η περιπλάνηση στο Γιουκατάν είναι πόσο ταλαιπωρημένος λαός είναι οι ιθαγενείς κάτοικοί του και πόσα υπέφεραν από τη στιγμή που το 1517 ο πρώτος Ισπανός πάτησε το πόδι του στις ακτές του Μεξικού. Όταν ρώτησε τον πρώτο ιθαγενή που συνάντησε πώς ονομαζόταν το μέρος, εκείνος του απάντησε «γιουκατάν, γιουκατάν», δηλαδή «δεν καταλαβαίνω τι μου λες», κι έτσι έμεινε το όνομα στην περιοχή.
Από τότε μέχρι το 1821 που απελευθερώθηκε η χώρα από τους Ισπανούς, εκτός από την εξολόθρευση του 90% του ντόπιου πληθυσμού, έγιναν για το Μεξικό κοσμογονικές αλλαγές γιατί οι Ισπανοί άλλαξαν σχεδόν τα πάντα. Από τις συνήθειες των κατοίκων μέχρι το φαγητό και τη θρησκεία.
Η ιστορία των προκολομβιανών πολιτισμών –οι οποίοι τελειώνουν τη στιγμή που εμφανίζονται οι Ισπανοί– ξεκινάει με τους Ολμέκους, τον μόνο πολιτισμό προ Χριστού που υπάρχει καταγεγραμμένος, ενώ όλοι οι υπόλοιποι που μπορείς να δεις στα επισκέψιμα αρχαιολογικά σημεία και στα μουσεία είναι πολύ νεότεροι.
Με χρονολογική σειρά οι ντόπιοι γίνονται Τεοτιουακάν, Τολτέκοι, Μάγιας και Αζτέκοι. Οι Αζτέκοι και οι Μάγιας ήταν οι μόνοι που συνάντησαν οι Ισπανοί, οι υπόλοιποι είχαν εξαφανιστεί από πολέμους, πείνα, δύσκολες καιρικές συνθήκες και άλλα δεινά. Στο Γιουκατάν συναντάς κυρίως πυραμίδες και μνημεία των Μάγιας, που εκτείνονται μέχρι τα πεδινά της Τσιάπας, αλλά και στο Μπελίζ, στη Γουατεμάλα, στην Ονδούρα και στο Ελ Σαλβαδόρ.
Οι Μάγιας ήταν (και είναι) ένας λαός μικρόσωμος και ασιατικής προέλευσης, με συμπαγές σώμα που δεν έχει σχεδόν καθόλου λαιμό, το βλέπεις και στους σημερινούς κατοίκους των χωριών και των πόλεων που είναι απόγονοί τους – και έχουν διατηρήσει τη γλώσσα και τα έθιμά τους. Εδώ και χρόνια υπάρχει μεγάλο ρεύμα επιστροφής στις ρίζες τους, γι’ αυτό και αναβιώνουν το φαγητό των προγόνων τους σχεδόν σε όλη την ενδοχώρα, στα χωριά και στους οικισμούς, όπου ζουν ακριβώς όπως και οι παλιοί Μάγια, με τελετές που δοξάζουν τις θεότητές τους (ενώ είναι ταυτόχρονα φανατικοί Χριστιανοί).
Την άμεση συνέχεια της ιστορίας τους τη βλέπεις στη λατρεία για το χρώμα, στα ρούχα και στα σπίτια τους, ή στον τρόπο που μαγειρεύουν, που είναι σχεδόν αποκλειστικά πάνω σε φωτιά ή σε καυτές πέτρες μέσα στο χώμα. Ο πολιτισμός των Μάγιας έφτασε στο αποκορύφωμά του τον δέκατο αιώνα (σχεδόν όλες οι πυραμίδες του Γιουκατάν είναι χτισμένες μετά το 200 μ.Χ.), όταν ξαφνικά άρχισαν να εγκαταλείπονται οι πόλεις μέσα στη ζούγκλα, για λόγους που εξακολουθούν να είναι εικασίες.
Το πιο πιθανό είναι πολεμιστές από τα υψίπεδα να εισέβαλαν στις περιοχές των Μάγιας και να τις κατέστρεψαν, ή να πέθαναν μαζικά οι κάτοικοι από την πείνα μετά από μια πολύχρονη ξηρασία. Ωστόσο, κάποιοι κατάφεραν να επιβιώσουν στα υψίπεδα της Τσιάπας, οι οποίοι αντιστάθηκαν στους Ισπανούς κατακτητές τη δεκαετία του 1540. Όσοι υπάρχουν σήμερα κατάγονται από αυτούς. Συνολικά οι καθαροί απόγονοι των προκολομβιανών ντόπιων είναι περίπου 17 εκατομμύρια, το 15,1% του πληθυσμού – από τα συνολικά 127 εκατομμύρια.
Η Τουλούμ είναι ένας ειδυλλιακός τόπος, αξίζει την επίσκεψη και μόνο για το μέρος όπου ήταν χτισμένη η αρχαία πόλη, Ζαμά κατά τους Μάγιας, δηλαδή «το μέρος όπου ανατέλλει ο ήλιος», επειδή έχει την τέλεια θέα της ανατολής (την οποία πληρώνεις έξτρα αν θέλεις να τη δεις το ξημέρωμα).
Η οχυρωμένη πόλη όπου λατρευόταν «ο μεγάλος θεός που κατεβαίνει» ήταν το μέρος όπου έμενε η ελίτ, όπως και όλες οι πόλεις με πυραμίδες: η πολιτική και θρησκευτική ηγεσία, όσοι ασχολούνταν με την άμυνα και τους πολέμους, οι αστρονόμοι και η ανώτερη τάξη που ήταν κυρίως συγγενείς τους. Το υπόλοιπο 95% που ζούσε εκτός των τειχών ήταν ο απλός λαός, ο οποίος εξανεμίστηκε μαζί με τα στοιχεία για τη ζωή του, γιατί ζούσε σε ξύλινα και πλίνθινα σπίτια που τα κατάπιε ο χρόνος.
Η Τουλούμ ήταν μεγάλο εμπορικό και θρησκευτικό κέντρο από τον 11ο μέχρι τον 16ο αιώνα, υπήρχε για τουλάχιστον εβδομήντα χρόνια μετά την κυριαρχία των Ισπανών, και ήταν το επίνειο της Κόμπα, της μεγάλης πόλης των Μάγιας μέσα στη ζούγκλα – που είναι πολύ σημαντικός αρχαιολογικός χώρος, κι ας μην είναι το ίδιο δημοφιλής.
Ο ξεναγός που μας εξηγούσε πόσο σπουδαία πόλη ήταν η Τουλούμ για το θαλάσσιο εμπόριο των Μάγιας και κυρίως για το εμπόριο του οψιδιανού –όλες οι φυλές της Κεντρικής Αμερικής ταξίδευαν μέχρι εδώ για να προμηθευτούν το πολύτιμο υλικό– μάς σχολίασε με πίκρα και αγανάκτηση τη σημερινή κατάσταση σε όλη την ακτογραμμή του Γιουκατάν που ονομάζεται Ριβιέρα Μάγια. Την απόλυτη τουριστικοποίηση της περιοχής, δηλαδή, που μετά το 1994 επέστρεψε στην κατοχή των Ισπανών (πλέον και των Αμερικανών) με άλλον τρόπο, ύπουλο, μετατρέποντας τους ντόπιους ξανά σε σκλάβους.
«Αυτό που δεν κατάφεραν οι Ισπανοί τον δέκατο έκτο αιώνα, να καταστρέψουν εντελώς το Γιουκατάν, το κατάφεραν τον εικοστό αιώνα, να μετατρέψουν τη χερσόνησο σε μεξικάνικη Ντίσνεϊλαντ για Αμερικάνους, εκατομμύρια Αμερικάνους, που έρχονται στα ξενοδοχεία-χωριά που έχουν χτίσει και εξακολουθούν να χτίζουν στις ακτές της Καραϊβικής, από το Κανκούν μέχρι τη Γουατεμάλα, απορροφώντας όλο το ανθρώπινο δυναμικό της περιοχής, με μισθούς πείνας» μας λέει.
«Τα υπερπολυτελή ξενοδοχεία που προσφέρουν all inclusive πακέτα με τουρ στα αξιοθέατα, διαμονή σε πολυτελή δωμάτια, ιδιωτικές παραλίες, διασκέδαση, άφθονο φαγητό και δωρεάν ποτά έχουν καταστρέψει τα μαγαζιά της περιοχής γιατί κανείς δεν τρώει πλέον εκτός ξενοδοχείου, κανείς δεν βγαίνει τη νύχτα, δεν κυκλοφορεί εκτός ακτής. Αυτή η πρωτοφανής άνθιση του τουρισμού δεν ωφελεί καθόλου τους Μεξικάνους, εκτός από τα άτομα που δουλεύουν στα τουριστικά συγκροτήματα και κάνουν τους κλόουν στους τουρίστες για να τους φτιάχνουν τη διάθεση. Η περιοχή από Τουλούμ θα έπρεπε να μετονομαστεί σε tumultum» – στα λατινικά είναι ο πληθυντικός του «ταραχώδους», του «θυελλώδους».
Η μέρα των Χριστουγέννων ήταν ιδιαιτέρως γιορτινή για τους έγκλειστους στο resort –με εξονυχιστικό έλεγχο και στην είσοδο και στην έξοδο και πολύ αυστηρά μέτρα ασφαλείας, παραδοσιακούς χορούς, επίσημα δείπνα– αλλά και μια πολύ έντονη μυρωδιά σκατίλας να αναδύεται από παντού, από κάθε οπή του αποχετευτικού συστήματος, τη λεκάνη της τουαλέτας, τα φρεάτια του τροπικού παραδείσου – γιατί πόση μπόχα να σκεπάσουν και τα φρεάτια όταν τρώνε όλη μέρα, ασταμάτητα, δεκάδες χιλιάδες άτομα και αφοδεύουν αβέρτα;
Επειδή ήταν μέρα αργίας και η μετακίνηση με τα μέσα μεταφοράς ήταν πολύ δύσκολη, πήγαμε στην Κόμπα με ταξί. Η διαδρομή απίθανη, ανάμεσα σε βλάστηση όχι απλώς πυκνή, αλλά ζούγκλα, μέσα από οικισμούς και χωριά που είναι χτισμένα μόνο κατά μήκος του δρόμου, χωρίς καθόλου βάθος, με τη ζωή των ανθρώπων σε κοινή θέα, με κάθε είδους εργασίες, μαγειρέματα, ψησίματα – το ταξί διέσχιζε non-stop πυκνή τσίκνα και έντονη μυρωδιά από σκόρδο και εσπεριδοειδή.
Η Κόμπα βρίσκεται ανάμεσα σε δύο λιμνοθάλασσες, τη λίμνη Κόμπα και τη λίμνη Macanxoc, και στο απόγειό της ήταν μια πόλη τουλάχιστον πενήντα χιλιάδων κατοίκων που εκτεινόταν σε 82 km2. Εκτός από τα εντυπωσιακά κτίρια όπου κυριαρχεί η ομάδα πυραμίδων Nohoch Mul, με την Ixmoja να είναι η δεύτερη πιο ψηλή της χερσονήσου (42 μέτρα, η Calakmul στα σύνορα με τη Γουατεμάλα είναι 45 μ.), το ξεχωριστό της πόλης –που χτίστηκε από το 500 μέχρι το 900 μ.Χ. και μέχρι τον 14ο αιώνα ήταν θρησκευτικό κέντρο της περιοχής– είναι οι δρόμοι, η υπερυψωμένη και στρωμένη με ασβεστόλιθο οδός προς τα δυτικά που ξεπερνούσε τα 100 χιλιόμετρα και ένωνε την πόλη με το Τσίτσεν Ίτζα, τη μεγαλοπρεπή πόλη των Μάγιας στο βόρειο μέρος της χερσονήσου.
Υπερυψωμένοι λευκοί δρόμοι υπήρχαν προς κάθε κατεύθυνση, και ήταν λευκοί επειδή χρησιμοποιούνται κυρίως τη νύχτα, για να μεταφέρουν οι άνθρωποι τα αγαθά που χρειάζονταν στην πλάτη τους ή δεμένα από το κεφάλι τους. Δεν χρησιμοποιούσαν τροχό, γιατί ο κύκλος ήταν ιερό σύμβολο και δεν επιτρεπόταν να πατήσει το χώμα. Το ενδιαφέρον είναι ότι πίεζαν από μικρή ηλικία το κρανίο των παιδιών για να γίνει το κεφάλι μακρουλό, ώστε να μπορεί να δεθεί πιο εύκολα το φορτίο που θα κουβαλούσαν.
Ο Jorge, ο ξεναγός, μάς δείχνει δηλητηριώδη δέντρα, τόσο τοξικά που μπορούν να σε σκοτώσουν, αλλά ακριβώς δίπλα τους υπάρχει το αντίδοτό τους, δέντρα που συμβιώνουν και φυτρώνουν πάντα μαζί. Παραδίπλα υπάρχουν δέντρα με κορμό με λευκές, μπεζ και κίτρινες κηλίδες, τα οποία έδιναν χρώματα για να βάψουν οι Μάγιας αντικείμενα και κτίρια, και το δέντρο που δίνει την τσίχλα και έκανε τον Adams μεγιστάνα.
Πιο εντυπωσιακό από τα εκατοντάδες αερόφυτα που κρέμονται από κλαδιά και κορμούς είναι μια μικροσκοπική μέλισσα που ήταν το ιερό έντομο των Μάγιας της περιοχής. Δεν έχει κεντρί, κάνει κυψέλη μέσα σε κορμούς δέντρων και παράγει το πιο πολύτιμο μέλι της χώρας, ρευστό και πανάκριβο, αλλά με ιαματικές ιδιότητες, γι’ αυτό και οι ντόπιοι τη λάτρευαν (και τη λατρεύουν ακόμα). Δεν είναι τόσο γλυκό όσο το κανονικό μέλι, αλλά μια σταγόνα είναι αρκετή για να σου περάσει ο πονόλαιμος και η μόλυνση στο μάτι.
Στην Κόμπα υπάρχει και ένα μικρό γήπεδο εξάσκησης και προετοιμασίας για το ιερό άθλημα των Μάγιας, το ποδόσφαιρο, το οποίο δεν έχει καμία σχέση με το σημερινό ποδόσφαιρο. Θυμίζει περισσότερο μπάσκετ που παιζόταν χωρίς χέρια (γιατί η μπάλα ήταν στρογγυλή, άρα ιερό σύμβολο και απαγορευόταν να την αγγίξεις), μόνο με τους γοφούς και τα γόνατα, ίσως και με τους αγκώνες και αργότερα με μπαστούνια.
Δεν έχουν σωθεί οι ακριβείς κανόνες, αλλά χοντρικά, δύο ομάδες από έξι μέχρι δέκα ατόμων αγωνίζονταν να βάλουν καλάθι (να περάσουν την τεσσάρων κιλών καουτσουκένια μπάλα από μία πέτρινη μπασκέτα που βρίσκεται όρθια και όχι όπως στο μπάσκετ, με την τρύπα προς τα κάτω) με ιδιαίτερα βάναυσο και άγριο τρόπο. Και μόνο από τη βαριά και συμπαγή μπάλα οι τραυματισμοί ήταν σοβαροί, ενώ αν τους χτυπούσε στο κεφάλι ή στο στομάχι μπορεί ακόμα και να πέθαιναν.
Έτσι κι αλλιώς, ο επίσημος αγώνας των Μάγιας έπρεπε οπωσδήποτε να τελειώσει με λουτρό αίματος επειδή ήταν ιερός και γινόταν για να καλοπιάσει τους θεούς. Υπήρχαν και αγώνες μόνο για ψυχαγωγία, κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας των παικτών, αλλά στις επίσημες τελετές κατέληγαν πάντα σε θυσία.
Όταν οι Ισπανοί έφτασαν στο Μεξικό ζαλίστηκαν από το χρώμα και τη μεγαλοπρέπεια των πόλεων, αλλά μόλις συνήλθαν από τον θαυμασμό είδαν με φρίκη ότι τα παιχνίδια που έπαιζαν οι ντόπιοι κατέληγαν σε αποκεφαλισμούς ή σε ακόμα πιο φρικτές ιεροτελεστίες.
Οι ανθρωποθυσίες, γενικά, ήταν κάτι που δεν μπόρεσαν να διαχειριστούν, τις απαγόρεψαν, αλλά στη συνέχεια έγιναν τρις χειρότεροι, κάνοντας φρικαλεότητες που εξαφάνισαν έναν ολόκληρο λαό από τον χάρτη. Κι ό,τι δεν έκαναν αυτοί, το έκαναν οι αρρώστιες που έφεραν στην ήπειρο, ευλογιά και γρίπη που αποτελείωσαν όλους τους ντόπιους.
Όλες τις αργίες του δυτικού κόσμου οι αρχαιολογικοί χώροι στο Μεξικό είναι ανοιχτοί, έτσι κάναμε Χριστούγεννα μαζεύοντας αερόφυτα μέσα στη ζούγκλα και ακούγοντας ιστορίες για τους Μάγιας. Φεύγοντας από την αρχαία πόλη της Κόμπα ζητήσαμε από τον ξεναγό να μας προτείνει ένα εστιατόριο με ντόπιο φαγητό όπου θα πήγαινε να φάει κι ο ίδιος, οπότε μας έστειλε με τον οδηγό σε μια οικογενειακή ταβέρνα δίπλα στη λίμνη.
Το μαγαζί, που θύμιζε ρεπορτάζ του «National Geographic» ή τα απίθανα ρεπορτάζ που έκανε το «Colors», ήταν ένα γιαπί με τοίχους από καλάμια, με τρία τραπέζια με πολύχρωμα τραπεζομάντιλα, απ’ αυτά που δύσκολα θα επιλέγαμε να καθίσουμε μόνοι μας. Το γιορτινό γεύμα δεν είχε καμία διαφορά από το καθημερινό τους μενού, πέντε-έξι πιάτα, το ποτό Chaya και αναψυκτικά, αλλά για μας ήταν το καλύτερο χριστουγεννιάτικο γεύμα που έχουμε φάει ποτέ, κι ήταν ίσως το καλύτερο φαγητό που φάγαμε σε όλο το ταξίδι.
Ο Jorge μας είχε μιλήσει ήδη για τα πανούτσος, τις μικρές τορτίγιες τις οποίες γεμίζουν με λιωμένα φασόλια και στη συνέχεια τηγανίζουν και σερβίρουν με κοτόπουλο ή χοιρινό και μια σάλτσα από φασόλια και για το cochinita pibil – το χοιρινό που ψήνεται τυλιγμένο σε φύλλα μπανάνας σε καυτές πέτρες μέσα στο χώμα, θαμμένο σε γούρνα, με μια διαδικασία που θυμίζει τη βλάχικη γάστρα.
Πρώτα το μαρινάρουν σε χυμό διάφορων εσπεριδοειδών. Είναι το πιάτο για το οποίο το Netflix έκανε ολόκληρο επεισόδιο και το Noma άνοιξε pop-up μαγαζί μέσα στη ζούγκλα. Όταν ψηθεί το χοιρινό, το ξεψαχνίζουν και το σερβίρουν με διάφορες σάλτσες πάνω σε καυτές τορτίγιες.
Ακόμα καλύτερο πιάτο ήταν το χοιρινό με σάλτσα ντομάτας που δεν είχε καμία σχέση με το δικό μας κοκκινιστό. Ο οδηγός που έφαγε μαζί μας –και επίσης ενθουσιάστηκε από το φαγητό– μας είπε ότι αυτό που διαφοροποιεί κάθε μαγαζί και το κάνει περιζήτητο δεν είναι ούτε οι τορτίγιες ούτε το κρέας, παρά μόνο οι σάλτσες, γιατί για τον Μεξικανό το πιο σημαντικό μέρος ενός γεύματος είναι η σάλτσα.
Οι σάλτσες είναι μια δακρύβρεχτη ιστορία, κυριολεκτικά, γιατί η μόνη ποσότητα που δοκιμάσαμε από την κάθε μία περιοριζόταν στην ελάχιστη στην άκρη του κουταλιού, ήταν τόσο καυτερές. Μία φορά που έβαλα περισσότερη, όση και οι ντόπιοι, έπαθα έγκαυμα στον ουρανίσκο…
πηγή: lifo