Τι έχει αλλάξει στα φαρμακεία την τελευταία δεκαπενταετία;
ΤΑ ΦΑΡΜΑΚΕΙΑ ΥΠΗΡΞΑΝ ένας από τους πιο κερδοφόρους κλάδους του προ του 2009 παρελθόντος. Καθώς είναι συνδεδεμένα σε μεγάλο βαθμό ως προς την οικονομική τους λειτουργία με το κράτος, οι εξελίξεις άλλαξαν ριζικά την κατάστασή τους. Οι αναγκαίες περικοπές της φαρμακευτικής δαπάνης έριξαν τον τζίρο τους κατά τουλάχιστον 50%, ενώ η σχεδόν διετής στάση πληρωμών που κήρυξε το ελληνικό κράτος στο εσωτερικό της χώρας οδήγησε αρκετά φαρμακεία να χρεωκοπήσουν, να κλείσουν ή να εξαγοραστούν.
Η επανάκτηση του κύρους τους, μέσα από τη βοήθεια που προσέφεραν στην πανδημία, καλούμενα ουσιαστικά να υποκαταστήσουν την πρωτοβάθμια περίθαλψη, συνοδεύτηκε από μια οικονομική ανάσα που ωφέλησε κυρίως τα μικρότερα φαρμακεία.
Τα φαρμακεία υπήρξαν ένας από τους πιο κερδοφόρους κλάδους του προ του 2009 παρελθόντος. Καθώς είναι συνδεδεμένα σε μεγάλο βαθμό ως προς την οικονομική τους λειτουργία με το κράτος, οι εξελίξεις άλλαξαν ριζικά την κατάστασή τους.
Οι αλλαγές στα φαρμακεία από το 2009 μέχρι την πανδημία
Η επιβολή ενός υποτριπλάσιου κλειστού προϋπολογισμού σε σχέση με τα 6 δισ. που δαπανούνταν ετησίως πριν από το 2009 για τα φάρμακα καθώς και οι συνεχείς πτώσεις τιμών προξένησαν μεγάλα προβλήματα στα υπάρχοντα φαρμακεία, με αποτέλεσμα κάποια από αυτά να χρεωκοπήσουν, άλλα να φτάσουν στο χείλος της οικονομικής καταστροφής και λίγα –πιο «τυχερά», που δεν είχαν κάνει δηλαδή οικονομικά ανοίγματα– να περιορίσουν πολύ τα έσοδά τους.
Οι παρατεταμένες περίοδοι κατά τις οποίες ο ΕΟΠΥΥ δεν αποπλήρωνε το μερίδιο της δημόσιας συμμετοχής στα φάρμακα είχαν μετατρέψει ουσιαστικά τα φαρμακεία σε άτυπους δανειστές του ελληνικού κράτους. Οι διαρκείς μειώσεις τιμών των φαρμάκων συντέλεσαν επίσης στην οικονομική ζημιά των φαρμακείων, δυσκολεύοντάς τα να κάνουν έναν έστω και βραχυπρόθεσμο προγραμματισμό. Για πολύ καιρό τα φαρμακεία αγόραζαν φάρμακα στη χονδρική σε υψηλότερη τιμή από αυτή που θα υποχρεούνταν να τα μεταπωλήσουν στη λιανική.
Φυσικά δεν έγιναν μόνο παρεμβάσεις προς το χειρότερο αυτήν την περίοδο. Όπως μου εξηγεί ένας νέος φαρμακοποιός που έχει το φαρμακείο του σε προάστιο της Αθήνας, «χωρίς την ηλεκτρονική συνταγογράφηση που ξεκίνησε το 2011 δεν θα υπήρχε άλλος τρόπος να κοντρολάρουμε την αλόγιστη συνταγογράφηση και την ανυπαρξία ιχνηλασιμότητας από το σύστημα υγείας». Την ίδια χρονιά ξεκίνησε η ηλεκτρονική συνταγογράφηση και στις ΗΠΑ, οπότε μιλάμε για μια σύγχρονη και ουσιαστική παρέμβαση.
Εισήλθαν επίσης δυναμικά στην αγορά τα γενόσημα, που μείωσαν σημαντικά τη φαρμακευτική δαπάνη.
Η πολυϊδιοκτησία
Το 2014 νομοθετήθηκε επιπλέον η «πολυϊδιοκτησία στα φαρμακεία με τον περίφημο Νόμο Χατζηδάκη (Ν. 4254/7-4-2014, ΦΕΚ 85), έναν νόμο που τέθηκε σε εφαρμογή πολύ αργότερα, το 2018 (Π.Δ. 64/2018)», μου εξηγεί ο Γιάννης Δαγρές, φαρμακοποιός, με φαρμακείο στην Αθήνα από το 2004 και αντιπρόεδρος του Φαρμακευτικού Συλλόγου Αττικής (ΦΣΑ-ΝΠΔΔ).
«Η πολυϊδιοκτησία στα φαρμακεία υπόκειται σε σαφείς περιορισμούς, ώστε η Ελλάδα να εναρμονίζεται όσο γίνεται περισσότερο με την απόφαση του Ανώτατου Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (ΔΕΚ) του 2019, σύμφωνα με την οποία η ιδιοκτησία και η διαχείριση φαρμακείου πρέπει να επιφυλάσσεται αποκλειστικά σε άτομο που έχει την ιδιότητα του αδειούχου φαρμακοποιού απεριόριστης ευθύνης».
Ένας φαρμακοποιός μπορεί να έχει στην κατοχή του αυτήν τη στιγμή μέχρι και 10 φαρμακεία, ενώ σε περίπτωση που χορηγηθεί άδεια ίδρυσης φαρμακείου σε ιδιώτη μη φαρμακοποιό, εκείνος «υπόκειται σε σαφείς περιορισμούς ως προς την ιδιότητά του, τη μορφή της εταιρείας (φαρμακείο) που θα ιδρύσει (μόνο Εταιρεία Περιορισμένης Ευθύνης) και συνάμα υποχρεούται να έχει ως συνιδιοκτήτη αδειούχο φαρμακοποιό σε ποσοστό κατ’ ελάχιστον 33% της ιδιοκτησίας του φαρμακείου», λέει ο κ. Δαγρές.
«Η πολυϊδιοκτησία δεν προέκυψε για να εξυπηρετήσει μια αδήριτη κοινωνική ή συστημική ανάγκη. Δεν προέκυψε, δηλαδή, για να προστατεύσει το συμφέρον της δημόσιας υγείας, περιφρουρώντας τη μέσω των αρμόδιων επιστημόνων. Προέκυψε για να ικανοποιήσει ένα παρωχημένο ιδεολόγημα. Ότι το χρήμα πρέπει να αφεθεί να έχει απεριόριστα προνόμια σε ό,τι μπορεί να αγοράσει. Εξού και προσέκρουσε σε τεράστιες αντιδράσεις από τον κλάδο μας, και στο τέλος περιορίστηκε αισθητά το εύρος της ασυδοσίας που ήθελε να επιβάλει. Αλλά δυστυχώς επί της αρχής έχει παραμείνει».
«Είναι πολύ μικρός ο αριθμός των φαρμακείων που ανήκουν σε ιδιώτες», επισημαίνει, «και λίγο μεγαλύτερος εκείνος των φαρμακείων πολυϊδιοκτησίας. Και τα δύο όμως είναι για την ώρα ένα αμελητέο ποσοστό μπροστά στο σύνολο των φαρμακείων της χώρας, χωρίς να φαίνεται κάποια αυξητική τάση. Προσωπικά δεν έχω δει κανένα πλεονέκτημα από την πολυϊδιοκτησία, από την οπτική γωνία του συμφέροντος της πολιτείας και της κοινωνίας».
«Σίγουρα, αντιθέτως, ενσωματώνει δυνητικά μειονεκτήματα, όπως, φερ’ ειπείν, τη χαλάρωση της υπευθυνότητας του φαρμακοποιού στην άσκηση της αποστολής του, καθώς και τον περιορισμό της ευχέρειας των νέων συναδέλφων να ανοίξουν το δικό τους φαρμακείο ισότιμα με τους υπολοίπους συναδέλφους τους, κάτι που σαφώς υψώνει περιορισμούς και αθέμιτες διακρίσεις μεταξύ ισότιμων πολιτών», τονίζει ο κ. Δαγρές.
Το rebate, ένα μνημονιακό μέτρο που παραμένει σε ισχύ
Για να μπορέσει να είναι κλειστός, δηλαδή αμετάβλητος, ο προϋπολογισμός που ορίστηκε για τον περιορισμό της φαρμακευτικής δαπάνης, θεσπίστηκε ταυτόχρονα το περίφημο rebate για τα φαρμακεία και το clawback για τις φαρμακευτικές εταιρείες.
Το clawback είναι στην ουσία ένα τέλος που πληρώνει η εταιρεία όταν υπερβαίνει την προϋπολογισμένη δαπάνη. Ένα αντικίνητρο για να παρακωλυθεί η προσπάθεια δημιουργίας τεχνητής ζήτησης των προϊόντων της που θα προκαλέσει με τη σειρά της την υπερσυνταγογράφησή τους, σε βάρος του ασφαλιστικού συστήματος και της δημόσιας υγείας. Η πολιτεία δηλαδή έτσι «μαζεύει τα νύχια της εταιρείας», εξού και ο όρος claw (νύχι).
Το rebate είναι ένα άλλο τέλος υποχρεωτικής παροχής έκπτωσης προς το κράτος εκ μέρους των φαρμακοποιών. Ανάλογα με τον τζίρο του φαρμακείου, προκύπτει ένα ποσό το οποίο το φαρμακείο το επιστρέφει στο κράτος. Είναι ουσιαστικά μια έξτρα φορολογία, η οποία θίγει λίγο τα μικρότερα φαρμακεία, ενώ από τα μεγαλύτερα εισπράττει ποσά που μπορεί να φτάνουν και τα δεκάδες χιλιάδες ευρώ. Είναι μια προσπάθεια δίκαιου μοιράσματος των βαρών που προκύπτουν από την ύπαρξη ενός κλειστού προϋπολογισμού.
«Ένα μνημονιακό μέτρο», όπως μου επισημαίνει ο Γιώργος Πανταζής, φαρμακοποιός, με φαρμακείο έξω από τον Αστακό Αιτωλοακαρνανίας, πρώην αντιπρόεδρος στον Φαρμακευτικό Σύλλογο Αιτ/νίας και μέλος του Δ.Σ. του Συλλόγου. «Και εξ όσων ξέρω, έχουμε βγει από το μνημόνιο», συμπληρώνει. «Είναι ένα από τα αιτήματα των φαρμακοποιών να καταργηθεί το rebate. Όπως αίτημα των φαρμακοποιών είναι να ρυθμιστεί το ποσοστό κέρδους στα φάρμακα σε πιο βιώσιμα, για τους φαρμακοποιούς επίπεδα».
Σημειώνεται ότι αρκετοί από τους φαρμακοποιούς με τους οποίους συνομιλήσαμε δεν γνωρίζουν πώς προκύπτει το ακριβές ποσό του rebate, λόγω της πολυπλοκότητας του αλγορίθμου.
Διατίμηση, ΜΗΣΥΦΑ και πατέντες
Τα περισσότερα φάρμακα βρίσκονται υπό καθεστώς διατίμησης. Στα συγκεκριμένα φάρμακα το κράτος ορίζει ποια είναι η τιμή της χονδρικής και ποια της λιανικής πώλησής τους. Όπως προαναφέρθηκε, οι τιμές αυτές έπεσαν και μάλιστα ραγδαία. «Φάρμακα που κόστιζαν 65 ευρώ τώρα κάνουν 10», μου αναφέρει μία φαρμακοποιός με φαρμακείο στην περιφέρεια. Ο κ. Πανταζής κάνει λόγο για μειώσεις τιμών που έφτασαν το 300-400%.
«Υπήρξαν φάρμακα που κόστιζαν 45 ευρώ και κάνουν σήμερα 3», λέει. «Μία από τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης και κατ’ επέκταση του μνημονίου στα φαρμακεία ήταν και η μείωση του ποσοστού κέρδους. Από ένα μεικτό κέρδος γύρω στο 30-35% έπεσε σε 20-24%, πάλι μεικτό, και το οποίο ήταν κλιμακούμενο. Όσο ανέβαινε η τιμή του φαρμάκου, τόσο μειωνόταν το ποσοστό. Τα δε πιο ακριβά στην κατηγορία των ΦΥΚ (Φάρμακα Υψηλού Κόστους) είχαν 6%. Δηλαδή ήταν σχεδόν ασύμφορο για φαρμακεία που δεν έχουν μεγάλη ρευστότητα να τα διακινούν».
Ταυτόχρονα, για να μπορέσουν οι φαρμακευτικές εταιρείες να αντισταθμίσουν τις απώλειές τους, αύξησαν τις τιμές των μη συνταγογραφούμενων φαρμάκων και το κράτος έβγαλε κάποια από τη λίστα των συνταγογραφούμενων. Έτσι, το πιο γνωστό σκεύασμα της αγοράς που έχει ως δραστική ουσία την παρακεταμόλη φτάνει σε κάποια φαρμακεία να πουλιέται από 0,45 ευρώ το 2009, ακόμα και στα 2,10 σήμερα. Αυτό μπορεί να ωφέλησε μερικώς και τα ίδια τα φαρμακεία, αλλά «εγώ ως φαρμακοποιός πρέπει να μιλήσω και γι’ αυτόν που μας τροφοδοτεί και μας ταΐζει, που είναι ο ασφαλισμένος, ο πελάτης μας», λέει ο κ. Πανταζής.
Ένα ακόμα ζήτημα υπό συζήτηση τα τελευταία χρόνια είναι εκείνο της πατέντας. «Προσθέτοντας χημικά ένα καρβοξύλιο ή με μια άλλη ελάχιστη παρέμβαση», μου μεταφέρει ένας άλλος φαρμακοποιός που προτίμησε να μείνει ανώνυμος, «φτιάχνουν κάποιες εταιρείες μια κλινική μελέτη που λέει ότι το τάδε φάρμακο είναι μετεξέλιξη του χ σκευάσματος και πλέον από την καρδιακή ανεπάρκεια έχει ένδειξη και για στηθάγχη. Κατά βάση είναι το ίδιο, προστατεύεται με νέα πατέντα και μπορεί να κοστίζει όσο κόστιζε το παλιό στην αρχή».
Ενδεικτικό ως προς αυτό είναι ότι το 2016 το μερίδιο της πατέντας φαρμάκου στην Ελλάδα ήταν 21,4%, σε αντίθεση με το 3,1% της Ε.Ε. Μια προσπάθεια ουσιαστικά εκ μέρους των εταιρειών να προστατεύσουν την τιμή κάποιων σκευασμάτων τους.
Καλλυντικά – παραφάρμακα – e-shops
Ως προς τα παραφάρμακα, μια κατηγορία προϊόντων που περιλαμβάνει τα καλλυντικά, τα αντηλιακά, βιταμίνες, αλλά και άλλα είδη που πωλούνται στα φαρμακεία, όπως παντόφλες, παπούτσια κ.ά., τα σύγχρονα φαρμακεία είναι αρκετά πιο επιφυλακτικά στην πώλησή τους σε σχέση με το παρελθόν. Αυτό, φυσικά, ποικίλλει ανάλογα με το κεφάλαιο κίνησης και τα έσοδα του κάθε φαρμακείου. Όμως το γεγονός ότι πρόκειται για προϊόντα που μπορούν να βρεθούν και εκτός φαρμακείου αποθαρρύνει την πλειοψηφία των φαρμακείων από τη μαζική διάθεσή τους. Σημαντικό ρόλο παίζει και η θέση του φαρμακείου μέσα στην πόλη ή το αν βρίσκεται σε τουριστική περιοχή.
«Αυτήν τη στιγμή το 60-65% του κύκλου εργασιών ενός ελληνικού φαρμακείου αφορά τα συνταγογραφούμενα και αποζημιούμενα φάρμακα», επισημαίνει ο κ. Δαγρές. «Τα παραφάρμακα, με την ευρεία έννοια –παρότι ο όρος είναι σχετικώς αδόκιμος– αντιπροσωπεύουν το υπόλοιπο 35-40% του τζίρου ενός μέσου ελληνικού φαρμακείου. Στα παραφάρμακα το περιθώριο κέρδους στην πράξη είναι μικρότερο από εκείνο των φαρμάκων, εφόσον είναι μη διατιμημένα προϊόντα που υπόκεινται σε σοβαρό και άναρχο ανταγωνισμό τιμής».
Για να μπορέσει ένα φαρμακείο να κερδίσει από τα καλλυντικά, και ευρύτερα από τα παραφάρμακα, πρέπει να κάνει παραγγελίες μεγάλων στοκ ώστε να μπορέσει να πετύχει κάποια έκπτωση στη χονδρική. Έτσι, όμως, κινδυνεύει να μείνει με ένα απόθεμα που δεν θα καταφέρει τελικά να πουλήσει. Μόνο, λοιπόν, στα πολύ μεγάλα φαρμακεία υπάρχει ουσιαστικό κέρδος. Ακόμα κι εκείνα, βέβαια, καλούνται να ανταγωνιστούν επιχειρήσεις με πολύ μεγαλύτερα κεφάλαια στη διάθεσή τους, που τους εξασφαλίζουν και καλύτερες τιμές.
Η δημιουργία των e-shops ενέτεινε τον ανταγωνισμό, με πολλά από τα ψηφιακά καταστήματα να πουλάνε κάτω ακόμα και από την τιμή της χονδρικής στην οποία αγοράζουν τα προϊόντα τους τα φυσικά καταστήματα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να αλληλοεξοντωθούν αρκετά από τα ηλεκτρονικά καταστήματα, κάποια να φαλιρίσουν, κάποια να αποσυρθούν και κάποια να είναι εγκλωβισμένα, μην μπορώντας να απεμπλακούν, έχοντας διαθέσει μεγάλα κεφάλαια.
Επίσης η ψηφιακή πώληση παραφαρμάκων, ως πεδίο δραστηριοποίησης μεγάλων κεφαλαίων, υπήρξε δυνητικό πεδίο ξεπλύματος χρημάτων. Αρκετοί φαρμακοποιοί μιλάνε για εξωφρενικές τιμές που τους βάζουν σε υποψίες για «ξέπλυμα».
Πού κυμαίνονται τα έσοδα σήμερα;
Πόσο είναι τελικά κατά μέσο όρο το καθαρό κέρδος ενός φαρμακείου σήμερα; Ο κ. Δαγρές το υπολογίζει στα 1.800 με 2.200 ευρώ τον μήνα. Υπάρχουν βέβαια φαρμακεία που κινούνται χαμηλότερα από αυτό το εύρος, αγωνιζόμενα ουσιαστικά για το μεροκάματο.
«Εγώ ξέρω συναδέλφους που η αγωνία τους είναι να βγει η επιταγή προς την αποθήκη, να πληρώσουν τον υπάλληλο, να πληρώσουν το ενοίκιο, να πληρώσουν το ρεύμα», μου μεταφέρει ο κ. Πανταζής. «Δεν είναι η εικόνα που υπήρχε παλιά, ότι ο φαρμακοποιός είναι ένας πλούσιος έμπορος, ο οποίος εισπράττει χρήματα χωρίς να δουλεύει».
Πράγμα βέβαια που και τότε ήταν απλώς μια εντύπωση. Πέρα από τις εφημερίες και την εξάντληση που έφερναν, πριν από την ηλεκτρονική συνταγογράφηση οι φαρμακοποιοί που έκαναν έντιμα και υπεύθυνα τη δουλειά τους ανάλωναν πάρα πολύ χρόνο, για παράδειγμα, στη χειρόγραφη συνταγογράφηση. Το εισόδημά τους από τα φαρμακεία, όπως μου μεταφέρουν, δεν ήταν αντίστοιχο με ένα passive income που έρχεται από ένα ακίνητο, από ένα βιβλίο ή από ένα βίντεο. «Ήταν από τη δουλειά πίσω απ’ τον πάγκο», μου λένε.
Η πανδημία
Όλοι οι φαρμακοποιοί με τους οποίους μιλήσαμε συμφωνούν ότι η πανδημία ωφέλησε τα φαρμακεία, προσφέροντας ρευστότητα, κυρίως, όμως, επιτρέποντάς τους να προσφέρουν υπηρεσίες πρωτοβάθμιας υγείας, αναβαθμίζοντας το κύρος και τη σημασία τους για την πολιτεία και την κοινωνία. «Όχι μόνο κάλυψαν σοβαρά κενά της ελληνικής Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (ΠΦΥ), αλλά συνάμα έγιναν στην πράξη πλέον, και όχι μόνο νομοθετημένα και θεωρητικώς, πλήρες και οργανικό κομμάτι της ΠΦΥ της Ελλάδας», αναφέρει ο κ. Δαγρές.
Ως προς αυτό όμως ο κ. Πανταζής επισημαίνει ότι τα φαρμακεία κλήθηκαν να υπερβάλουν εαυτόν πολύ συχνά. «Κλείναμε ραντεβού για τα εμβόλια, μοιράζαμε τα σελφ τεστ στα παιδιά στα σχολεία και σε όσους άλλους τα έδιναν στον υπόλοιπο πληθυσμό. Κάναμε ράπιντ τεστ, τα οποία δηλώναμε ώστε το κράτος να παρακολουθεί την εξέλιξη της πανδημίας. Τα περισσότερα δεδομένα, άλλωστε, τα έπαιρνε από τα 11.000 φαρμακεία που υπάρχουν στην Ελλάδα. Όλα αυτά αποζημιώθηκαν. Δεν θα πω αν αποζημιώθηκαν όπως θα έπρεπε, πάντως και έτσι όπως έγινε έδωσαν κάποια ρευστότητα στα φαρμακεία. Γιατί ναι μεν είχαμε καινούργια ύλη, «είδη Covid» όπως τα λέμε, αλλά για ένα μεγάλο διάστημα τα φαρμακεία είχαν απέξω μια κορδέλα και δεν έμπαινες μέσα, δεν ψώνιζες καλλυντικό, δεν είχες ανάγκη να πάρεις είδη lifestyle. Αυτά πέσαν κατακόρυφα. Στοιβαχτήκανε στα ράφια κάποια πράγματα που λιμνάσανε και τα στείλαμε πίσω ή τα πετάξαμε».
Επίσης, αξίζει εδώ να επισημάνουμε ότι ειδικά στην πρώτη φάση της πανδημίας, με τις ελλείψεις μασκών ή με τη χρήση μασκών χαμηλής προστασίας –όπου αυτές υπήρχαν–, οι φαρμακοποιοί συνέβαλαν στη συλλογική προσπάθεια μαζί με τους υπόλοιπους υγειονομικούς, θέτοντας σε κίνδυνο τη δική τους υγεία. Ειδικά στις γειτονιές της Αθήνας και στην υπόλοιπη περιφέρεια κλήθηκαν επίσης να αξιοποιήσουν την προσωπική σχέση που είχαν με τους πελάτες/συμπολίτες τους για να προσφέρουν συμβουλές σχετικά με την ασφάλεια των εμβολίων, ακόμα και ψυχολογική υποστήριξη σε ανθρώπους που φοβούνταν.
Οι ελλείψεις
«Ελλείψεις φαρμάκων είχαμε ανέκαθεν, αλλά σε σχετικά μικρό και μη αξιοσημείωτο βαθμό», αναφέρει ο κ. Δαγρές. «Οι ελλείψεις άρχισαν να διογκώνονται και να γίνονται σταδιακά σοβαρό πρόβλημα δημόσιας υγείας από το 2012 και μετά. Ως μία από τις αρνητικές συνέπειες κάποιων ατυχέστατων μνημονιακών επιλογών (π.χ. μειώσεις περιθωρίων κέρδους φαρμακείων και αποθηκών σε καθορισμένη ετήσια κρατική δαπάνη για φάρμακα). Όλη αυτή τη δεκαετία το φαινόμενο παρουσίαζε παροδικές εξάρσεις και υφέσεις, αλλά τους τελευταίους μήνες έδειξε σοβαρή έξαρση, μεγαλύτερη των συνηθισμένων».
«Ο λόγος», τονίζει, «αυτής της αιφνίδιας αρνητικής εξέλιξης είναι ότι σε όλους τους υπόλοιπους λόγους πρόκλησης ελλείψεων φαρμάκων (π.χ. παράλληλες εξαγωγές) προστέθηκαν περαιτέρω και οι συνεχείς μειώσεις τιμών που κατέστησαν κάποια φάρμακα πλέον ασύμφορα να παράγονται και να διακινούνται, καθώς και διεθνή προβλήματα παραγωγής, που βρήκαν τις δυτικές χώρες, όπως και την Ελλάδα, ανοχύρωτες και ανέτοιμες να χαράξουν εθνικές πολιτικές επάρκειας φαρμάκων, λόγω της οικειοθελούς (και επιπόλαιης όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων) παραγωγικής αποδυνάμωσης της Δύσης με τη μεταφορά της παραγωγής σε μεγάλο ποσοστό στην Ανατολή (Ρωσία, Κίνα, Ινδία κ.λπ.)».
Ο κ. Πανταζής συμφωνεί, προσθέτοντας την πρακτική αδυναμία να εμποδιστούν οι εξαγωγές: «Στην πρώτη φάση έγιναν γιατί οι φαρμακαποθήκες έχουν το δικαίωμα –είναι κοινοτικός νόμος– να εξάγουν φάρμακα στις χώρες της Κοινότητας και αλλού. Είναι επίσης κοινοτικός νόμος το φάρμακο να πωλείται σε κάθε χώρα σύμφωνα με το τιμολογιακό καθεστώς αυτής της χώρας. Ένα φάρμακο εδώ μπορεί να κοστίζει 7 ευρώ και σε μια άλλη χώρα 30. Έχει δικαίωμα η φαρμακαποθήκη να το εξάγει στην τιμή που αγοράζεται εκεί. Έτσι πολλές φαρμακαποθήκες που εισάγουν-αγοράζουν φάρμακα από τις εταιρείες σε χαμηλή τιμή τα επανα-εξάγουν σε άλλες χώρες με πολύ υψηλότερη τιμή».
«Αυτό έχει ως συνέπεια να μη διατίθενται στους ασφαλισμένους και στους Έλληνες ασθενείς», προσθέτει, «και να εμφανίζονται αυτές οι τεράστιες ελλείψεις. Επειδή είναι κοινοτικός νόμος, η ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να παρέμβει. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να βάλει περιορισμό για κάποιους μήνες».
«Όμως υπάρχει και παγκόσμια έλλειψη σε πολλά φάρμακα λόγω έλλειψης κάποιων πρώτων υλών», συμπληρώνει. «Ακόμα υπάρχει πρόβλημα στην παρακεταμόλη. Αλλά στην Ελλάδα οφείλεται στο ότι υπάρχουν παράλληλες εξαγωγές. Οι φαρμακαποθήκες, κυρίως οι ιδιωτικές, εξάγουν φάρμακα με πολύ μεγαλύτερο ποσοστό κέρδους για το καθένα από αυτά. Κι αυτό με τη σειρά του οφείλεται στο ότι έχει απομειωθεί τελείως η αξία του φαρμάκου στην Ελλάδα».
«Επειδή έπρεπε να μειωθεί η φαρμακευτική δαπάνη, η Ελλάδα έφτασε να μειώσει μέχρι εξευτελιστικής τιμής τα φάρμακα, τόσο που πολλές εταιρείες είτε έπαψαν να τα παράγουν –αυτές που τα έφτιαχναν εδώ στην Ελλάδα, που δεν είναι λίγες φαρμακοβιομηχανίες, οι οποίες αντιμετώπισαν τεράστιο πρόβλημα με τη μείωση των τιμών και αναγκάστηκαν αρκετές να κλείσουν– είτε έπαψαν να τα εισάγουν στην Ελλάδα, είτε οι εταιρείες από την Ευρώπη έπαψαν να τα εξάγουν προς εμάς», καταλήγει ο κ. Πανταζής.
https://www.lifo.gr/tropos-zois/health-fitness/ti-ehei-allaxei-sta-farmakeia-tin-teleytaia-dekapentaetia