Lifestyle

Τρεις μέρες στη Νίκαια, το στολίδι της Γαλλικής Ριβιέρας

Ένα οδικό ταξίδι στην Προβηγκία ήταν όνειρο χρόνων, ένα όνειρο στο χρώμα της λεβάντας. Κάθε φορά αναβαλλόταν και έδινε τη θέση του σε μια πιο προσιτή, κυριολεκτικά και μεταφορικά, επιλογή. Ήρθαν όμως τα πέτρινα χρόνια της πανδημίας, που από τη μια μας έκλεισαν στο σπίτι βοηθώντας στην αποταμίευση και από την άλλη γιγάντωσαν την επιθυμία μας για μια χορταστική απόδραση εκτός συνόρων.

Η Νίκαια δεν ήταν στο πρόγραμμα. Την «επέβαλε» ο Άλκης, που μόλις είχε πάρει τα αποτελέσματα των Πανελληνίων και ετοίμαζε βαλίτσες για Κρήτη. Σαν καλοί γονείς, αρχίσαμε να ψάχνουμε πληροφορίες για μια πόλη που ποτέ δεν είχαμε στο μυαλό μας να επισκεφθούμε, περισσότερο για να μην του χαλάσουμε το χατίρι. Τα πολλά και σημαντικά μουσεία ήταν αυτά που μας κίνησαν το ενδιαφέρον και αποφασίσαμε να της αφιερώσουμε τρεις μέρες.

Δωμάτιο σε ξενοδοχείο δεν μπορούσαμε να πληρώσουμε ούτε για αστείο. Παλιά μας τέχνη κόσκινο, λοιπόν, αρχίσαμε να ψάχνουμε σε ταπεινότερους προορισμούς στα πέριξ. Ένα ωραιότατο αρχοντικό του 19ου αιώνα στο La Colle-sur-Loup, ένα χαριτωμένο χωριό είκοσι χιλιόμετρα από τη Νίκαια, ήταν η καλύτερη δυνατή λύση.

Η Νίκαια έχει τα πάντα. Έχει μια γραφική παλιά πόλη γεμάτη στέκια, νεολαία και παλμό. Έχει παραλία για όσους δεν μπορούν να φανταστούν το καλοκαίρι χωρίς θάλασσα. Έχει την αριστοκρατική Προμενάντ ντεζ Ανγκλέ με τα πανάκριβα ξενοδοχεία, για όσους θέλουν και μπορούν να ζήσουν τον μύθο τους. Έχει και εξαιρετικά μουσεία.

Στο χωριό φτάσαμε απόγευμα και η πρώτη πληροφορία που μας έδωσε ο ιδιοκτήτης του ξενώνα ήταν ότι το βράδυ η κοινότητα είχε γιορτή. Πλυθήκαμε, σημαιοστολιστήκαμε και ξεκινήσαμε για την κεντρική πλατεία, όπου ήδη έπαιζε μια καλοκουρδισμένη τζαζ μπάντα για τους ενθουσιασμένους κατοίκους που καταβρόχθιζαν τυριά, αλλαντικά και φρεσκοψημένες μπαγκέτες, πίνοντας spritz σε τεράστια πλαστικά ποτήρια.

Προλάβαμε το τελευταίο ελεύθερο τραπεζάκι και αφού παραγγείλαμε «μία από όλα» περάσαμε μια απροσδόκητα απολαυστική βραδιά, η οποία επισφραγίστηκε από έναν λογαριασμό που τον σκεφτόμουν κι έκλαιγα πριν λίγες μέρες, σε ένα καινούργιο «ψαγμένο» αθηναϊκό μαγαζί με γαλλικά γονίδια και συμβολικές ποσότητες στα πιάτα.

La Colle-sur-Loup Facebook Twitter
Tο La Colle-sur-Loup είναι ένα χαριτωμένο χωριό σε απόσταση είκοσι χιλιομέτρων από τη Νίκαια.

Όπως έχω ήδη παραδεχτεί, για τη Νίκαια δεν είχαμε κανέναν καημό. Την επομένη ξεκινήσαμε για την Cagnes-sur-Mer και το σπίτι όπου έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Πιερ Ογκίστ Ρενουάρ, ένας από τους αγαπημένους μας ζωγράφους. Λάτρης του γαλλικού Νότου –πώς όχι, εξάλλου–, ο σπουδαίος ιμπρεσιονιστής αγόρασε το 1907 το επιβλητικό πέτρινο αγροτόσπιτο που περιβάλλεται από ένα κτήμα γεμάτο ελιές, λεμονιές, πορτοκαλιές και τριανταφυλλιές.

Σήμερα το σπίτι, στο οποίο διασώζονται αρκετά από τα αυθεντικά έπιπλα, φιλοξενεί δεκαπέντε πίνακες και τριάντα γλυπτά του καλλιτέχνη. Το εργαστήριο του Ρενουάρ είναι ίσως το εντυπωσιακότερο «έκθεμα». Διατηρώντας την αύρα του, με τη μοναδική θέα που τροφοδοτούσε την έμπνευσή του, αλλά και την αναπηρική καρέκλα που χρησιμοποιούσε, καθώς υπέφερε από ρευματοειδή αρθρίτιδα, ο χώρος βοηθά τον επισκέπτη να «εισβάλει» για λίγο στη ζωή και το μυαλό του μεγάλου δημιουργού.

Αφού προμηθευτήκαμε μαγνητάκια, σελιδοδείκτες και μολύβια από το πωλητήριο, ήρθε η ώρα να δούμε επιτέλους τη Νίκαια και ο Άλκης, ενθουσιασμένος, αποφάσισε να μας κατατοπίσει για την «τουριστική» ιστορία της πόλης, καθώς κατευθυνόμαστε προς ένα μεγάλο πάρκινγκ στην περίμετρό της, με σκοπό να κινηθούμε με τραμ. Αφού πρώτα ομολογήσω πως για τις παρακάτω πληροφορίες δεν είχα ιδέα, τις παραθέτω σχεδόν αυτούσιες.

Το 1706 οι Γάλλοι προσαρτούν στα εδάφη τους την πόλη και κατεδαφίζουν το σημαντικό φρούριό της. Έτσι, η Νίκαια χάνει τη μεγάλη στρατιωτική της σημασία, κάτι που της επιτρέπει να αναπτυχθεί και να γίνει περισσότερο ελκυστική χωρίς την απειλή πολέμου. Στην πόλη φτιάχνονται μεγάλα παλάτια και πάρκα, ενώ το 1766 ο Σκοτσέζος συγγραφέας Τομπάιας Σμόλετ γράφει τα «Ταξίδια στη Γαλλία και την Ιταλία» που κάνουν πάταγο στην αγγλική αριστοκρατία, φέρνοντας τους πρώτους τουρίστες.

σπιτι Ρενουαρ Facebook Twitter
Στο Cagnes-sur-Mer βρίσκεται το σπίτι που έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Πιερ Ογκίστ Ρενουάρ.

σπιτι Ρενουαρ Facebook Twitter
Πίνακες ζωγραφικής, καβαλέτο και αναπηρική καρέκλα στο στούντιο του Ρενουάρ. Φωτ.: Getty Image/ Ideal Image

Η οικονομική ανάπτυξη παγώνει κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης και των ευρωπαϊκών πολέμων που ακολούθησαν, ενώ η πόλη περνάει στα χέρια του Βασιλείου της Σαρδηνίας-Πεδεμοντίου μετά την ήττα του Ναπολέοντα. Η Νίκαια αρχίζει να μεγαλώνει και να αναπτύσσεται δραστικά, ενώ ξαναχτίζεται και το λιμάνι της, το οποίο ήταν αναγκαίο εξαιτίας της τουριστικής κίνησης.

Για να διαχειριστεί αυτή την ανάπτυξη, η πόλη ορίζει μια πολεοδομική επιτροπή (Consiglo D’Ornato) που έχει ως σκοπό τη μετατροπή της σε τουριστικό θέρετρο και την ανάπτυξη και αστικοποίηση των περιοχών στις οποίες σύχναζαν και κατοικούσαν οι ξένοι αριστοκράτες. Οι ήπιοι χειμώνες φέρνουν Ρώσους, Αμερικανούς, Γερμανούς και Γάλλους τουρίστες, ενώ οι πλούσιοι Άγγλοι ευγενείς που έχουν «εποικήσει» την πόλη ασχολούνται με τον εξωραϊσμό της και κατασκευάζουν την εμβληματική Αγγλική Προμενάδα.

Η ένωση της Νίκαιας με τη Γαλλία το 1860 βοηθάει περαιτέρω στην ανάπτυξη του τουρισμού, καθώς και η σύνδεση με το γαλλικό σιδηροδρομικό δίκτυο το 1864. Οι πλούσιοι Γάλλοι που έρχονται στην πόλη επίσης επενδύουν σε αυτή καθ’ όλη τη διάρκεια της Belle Epoque, χτίζοντας γιγαντιαία ξενοδοχεία πάνω στην Προμενάδα.

Από την περίφημη, λοιπόν, Προμενάντ ντεζ Ανγκλέ ξεκινήσαμε τη γνωριμία μας με τη Νίκαια. Μπόλικα χιλιόμετρα με εντυπωσιακά ξενοδοχεία του 19ου αιώνα από τη μια και από την άλλη ένας παραλιακός πεζόδρομος με διάσπαρτες μπλε καρέκλες, που έχουν γίνει σύμβολο της πόλης και φιγουράρουν σε κάθε είδους σουβενίρ. Από κάτω η παραλία με τα βότσαλα που δεν μας εντυπωσίασε –καθότι Έλληνες– με την ομορφιά της, μας εξέπληξε ωστόσο ευχάριστα το γεγονός ότι σχεδόν πουθενά δεν ήταν οργανωμένη.

Αφού καμαρώσαμε –από μακριά– το χαρακτηρισμένο ως εθνικό ιστορικό μνημείο ξενοδοχείο Νεγκρέσκο, κατευθυνθήκαμε προς το Μουσείο Μασένα, μια νεοκλασική έπαυλη μέσα στην οποία ξετυλίγεται η ιστορία της πόλης – εδώ φιλοξενείται και η νεκρική μάσκα του Ναπολέοντα. Στο προαύλιό του βρεθήκαμε μπροστά σε ένα απρόσμενο θέαμα: το γεμάτο λουλούδια και χαμογελαστές φωτογραφίες μνημείο προς τιμήν των 86 νεκρών διαφόρων εθνικοτήτων που άφησε πίσω της η τρομοκρατική επίθεση της 14ης Ιουλίου 2014, όταν ο τυνησιακής καταγωγής Γάλλος Mohamed Lahouaiej-Bouhlel οδήγησε ένα φορτηγό ψυγείο πάνω στο πλήθος που γιόρταζε την πτώση της Βαστίλης…

Ξενοδοχείο «Νεγκρέσκο» Facebook Twitter
Tο χαρακτηρισμένο ως εθνικό ιστορικό μνημείο ξενοδοχείο Νεγκρέσκο. Φωτ.: Nick Page/ Unsplash

Εξουθενωμένοι από το ατελείωτο περπάτημα και έτοιμοι να πάθουμε ηλίαση, μπήκαμε στο πρώτο λεωφορείο που πέρασε από μπροστά μας για να φτάσουμε μια ώρα αρχύτερα στο παλιό λιμάνι της πόλης. Η υπέροχη υπαίθρια αγορά λουλουδιών –και όχι μόνο– ήταν αυτό ακριβώς που χρειαζόμαστε, μαζί με έναν καφέ με θέα το παρδαλό πλήθος που περνούσε αδιάκοπα, κουβαλώντας ομπρέλες θαλάσσης, τεράστιες κουλούρες και πολύχρωμα μπουκέτα.

Μια και ήμαστε όλη μέρα στο πόδι και είχαμε αρχίσει να πεινάμε, αποφασίσαμε να πάμε για βραδινό ασύλληπτα νωρίς για τα ελληνικά δεδομένα. Πριν τις επτά είχαμε ήδη φτάσει στην πλατεία Γκαριμπάλντι, η οποία έχει πάρει το όνομά της από τον Ιταλό στρατιωτικό και πολιτικό που γεννήθηκε στην πόλη, την περίοδο που ανήκε στην Ιταλία. Η ιταλική επιρροή είναι ολοφάνερη αν κοιτάξεις τριγύρω και η εντύπωση επιβεβαιώνεται από το όνομα του φημισμένου για τα όστρακά του Café de Turin, στα οποίο σπεύσαμε να καθίσουμε.

Όταν επιτέλους αποφασίσαμε να σηκώσουμε το κεφάλι μας από την τεράστια πιατέλα με τα ακουμπισμένα σε πάγο ολόφρεσκα μοσχοβολιστά όστρακα και –φοβάμαι ωμές– γαριδούλες που είχαμε μπροστά μας, αντικρίσαμε μια τεράστια στριφογυριστή ουρά αναμονής – η πείνα μας αυτήν τη φορά μας είχε σώσει από την ταλαιπωρία. Όσο για τη «λυπητερή»; Φοβάμαι ότι στη Σαλαμίνα θα πληρώναμε περισσότερα, όρκο δεν παίρνω.

Γενικότερα, το φαγητό μάς κόστισε λιγότερο απ’ ό,τι υπολογίζαμε. Ίσως αυτό οφείλεται στις τιμές στην Ελλάδα που έχουν εκτοξευτεί, με αποτέλεσμα η χώρα μας να συναγωνίζεται προορισμούς που παραδοσιακά ήταν ακριβότεροι. Όπως και να έχει, φάγαμε καλά. Τιμήσαμε τη σαλάτα νισουάζ, μιας και βρισκόμαστε στην έδρα της, δοκιμάσαμε την ιταλική πίτα/ψωμί πιαντίνα και όταν ήρθε η ώρα για γλυκό, εγώ τσάκισα έναν αφράτο και ζουμερό μπαμπά με ρούμι, αργά το βράδυ στα τραπεζάκια του εξαιρετικού ζαχαροπλαστείου Νέρων(!), στη Ruelle Saint-François.

Μουσείο Σαγκάλ Facebook Twitter
Το Μουσείο Σαγκάλ.
Μουσείο Ματίς Facebook Twitter
Tο Μουσείο Ματίς.

Η Νίκαια έχει τα πάντα. Έχει μια γραφική παλιά πόλη γεμάτη στέκια, νεολαία και παλμό. Έχει παραλία για όσους δεν μπορούν να φανταστούν το καλοκαίρι χωρίς θάλασσα. Έχει την αριστοκρατική Προμενάντ ντεζ Ανγκλέ με τα πανάκριβα ξενοδοχεία, για όσους θέλουν και μπορούν να ζήσουν τον μύθο τους. Έχει και εξαιρετικά μουσεία. Το Μουσείο Σαγκάλ ήταν ένας από τους λόγους που αποφασίσαμε αρχικά να πάμε στη Νίκαια και εννοείται ότι δεν μας απογοήτευσε. Όσο για το Μουσείο Ματίς, μας επιφύλασσε μια τεράστια έκπληξη: μια περιοδική έκθεση με έργα του Ντέιβιντ Χόκνεϊ.  

Το κερασάκι στην τούρτα ήταν το MAMAC, το μουσείο μοντέρνας και σύγχρονης τέχνης, που στεγάζεται σε ένα «κυκλικό» κτίριο και αυτό που πρέπει οπωσδήποτε να κάνει ο επισκέπτης είναι να αναζητήσει την ταράτσα. Ανεβοκατεβαίνοντας σκαλάκια θα δείτε να ξεδιπλώνεται μπροστά σας η λαμπερή πόλη: ο λόφος της Cimiez με τις επαύλεις των πρώτων αριστοκρατών που ήρθαν εδώ, το εμβληματικό Excelsior Regina Palace, όπου έμενε κατά διαστήματα η βασίλισσα Βικτωρία και ο Ματίς τα τελευταία χρόνια της ζωής του, η φημισμένη πλατεία Masséna με τα κόκκινα ναπολεόντεια κτίρια – ό,τι σας αρέσει από ψηλά, βάλτε το στο πρόγραμμα για τη συνέχεια.

Αφού μας κέρδισε με τη γοητεία και τη ζωντάνια της, αποφασίσαμε να αφιερώσουμε στη Νίκαια όλο μας τον χρόνο, εκτός από ένα πρωινό που «πεταχτήκαμε» στο Μονακό, καθώς το «υψηλόν μικρόν» ήθελε να το δει οπωσδήποτε. Εντάξει, το ζήσαμε κι αυτό. Όσο για τις Κάννες και τα σχετικά, τα αφήσαμε για την επόμενη φορά, μιας και ευελπιστούμε ότι θα υπάρξει.

Saint-Paul de Vence Facebook Twitter
Tο φωτογενές και πολυφωτογραφημένο Saint-Paul de Vence, αγαπημένος τόπος διαμονής των Modigliani, Picasso, Braque και Miro.

Δύο βήματα από το La Colle-sur-Loup, όπου μέναμε, υψώνεται το φωτογενές και πολυφωτογραφημένο Saint-Paul de Vence, δεν θα μπορούσαμε να φύγουμε, λοιπόν, χωρίς να του ρίξουμε μια ματιά. Σκεφτήκαμε να το προσεγγίσουμε αργά το απόγευμα, ώστε να έχουν φύγει τα πούλμαν με τις ορδές τουριστών που το επισκέπτονται καθημερινά, για να μπορέσουμε να βρούμε χώρο στο πάρκινγκ. Αγαπημένος τόπος διαμονής των Modigliani, Picasso, Braque και Miro, δημοφιλές στους κύκλους των Γάλλων κινηματογραφιστών, το Saint-Paul de Vence βρίσκεται στο επίκεντρο της τουριστικής βιομηχανίας της περιοχής.

Μεσαιωνικό, πέτρινο, με στενά ανηφορικά καλντερίμια, το χωριό είναι γεμάτο γκαλερί σε εντυπωσιακό, για το μέγεθός του, βαθμό. Περπατώντας ελαφρώς αγχωμένοι, καθώς διαπιστώσαμε ότι με την αναχώρηση των οργανωμένων γκρουπ το χωριό άρχιζε να κλείνει, είδαμε έκπληκτοι ένα γλυπτό του Κώστα Βαρώτσου να δεσπόζει σε μια βιτρίνα και παραπλεύρως ένα μεγάλο έργο του Αλέκου Φασιανού. Η γκαλερί που τα φιλοξενούσε ήταν ελληνική και αυτό πραγματικά δεν το περιμέναμε. Όπως δεν περιμέναμε ότι το μόνο μαγαζί στο οποίο θα καταφέρναμε να πιούμε ένα ποτήρι κρασί χαλαρώνοντας ήταν ένα κινέζικο εστιατόριο – μάλλον μας λυπήθηκαν και το «ξενύχτησαν» για χάρη μας. Τι να κάνουμε, αυτά έχει ο μαζικός τουρισμός, διώχνει τους μόνιμους κατοίκους και μετατρέπει τα χωριά σε μακέτες. Μην τα θέλουμε όλα δικά μας.

https://www.lifo.gr/tropos-zois/travel/treis-meres-sti-nikaia-stolidi-tis-gallikis-ribieras

Related Articles

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to top button