Alice Feiring: «Όσοι υποστηρίζουν ότι κανένα κρασί δεν είναι απολύτως φυσικό είναι εσκεμμένα αδαείς»
Το οικογενειακό της περιβάλλον δεν είχε κάποια ιδιαίτερη σχέση και επαφή με το κρασί, στο σπίτι της συνήθιζαν να πίνουν γλυκό kosher κρασί από το σούπερ μάρκετ τα βράδια της Παρασκευής, το Σάββατο και στις γιορτές. Όταν είχε φτάσει πια στα δεκαεφτά ανακάλυψε τα εύκολα στην κατανάλωση πορτογαλικά κρασιά Lancers και τα Mateus και «μετά από αυτά άρχισα να εξερευνώ τι είχε να μου προσφέρει ο κόσμος. Αλλά άρχισα να μυρίζω πράγματα με τον παππού μου όταν ήμουν μικρό κοριτσάκι, αυτή ήταν η είσοδός μου στο κρασί, μέσα από τη μύτη μου. Η οικογένειά μου με θεωρούσε εντελώς παράξενη».
Όταν πια μετακόμισε στη Βοστώνη για να κάνει το μεταπτυχιακό της πάνω στη χοροθεραπεία, ο συγκάτοικός της διέθετε συλλογή κρασιών και το είχε πάρει ζεστά το θέμα, ήθελε να ασχοληθεί επαγγελματικά με το κρασί. Άρχισαν να κάνουν μαζί γευσιγνωσίες στο διαμέρισμά τους, δύο φορές την εβδομάδα. Αυτό που την τράβηξε και την κράτησε στο κρασί ήταν η γεύση του και οι παραλλαγές της ανάλογα με τη χρονιά και την περιοχή, το «μυστήριο» που κλείνεται σε μπουκάλι.
Τη ρωτάω αν την έχουν επικρίνει έντονα για την πίστη της στα φυσικά κρασιά. «Συνεχώς, ποτέ δεν σταμάτησε αυτό», μου λέει. Στο «The Feiring Line», το πρώτο ανεξάρτητο newsletter για το φυσικό κρασί στον κόσμο, που εμφανίστηκε το 2013, η ίδια συστήνεται στους αναγνώστες λέγοντας πως την έχουν χαρακτηρίσει αμφιλεγόμενη και τσαμπουκαλού, «αλλά, όπως και να έχει, το γεγονός είναι ότι ηγούμαι της διεθνούς συζήτησης για το κρασί που παράγεται με φυσικό τρόπο», και δεν υπερβάλλει. Βρήκε το επάγγελμα που της ταίριαξε το 2001, όταν έγραψε ένα βραβευμένο άρθρο για τους «New York Times» με τίτλο «For Better or Worse, Winemakers Go High Tech». «Μέσα από την έρευνα για το θέμα, ανακάλυψα έναν κόσμο από πρόσθετα που αλλάζουν τη γεύση και το άρωμα. “Απάτη”, φώναξα, “δώστε μου πίσω το κρασί μου!”. Και έπειτα έπιασα δουλειά».
Μελετώντας το κρασί από τη βάση, παραλληλίζει την προσέγγισή της με αυτή ενός ανθρωπολόγου. Διαφυλάσσει μέσω των κειμένων της ό,τι είναι αυτόχθονο στο κρασί, σεβόμενη τις απλές, αποτελεσματικές πρακτικές αιώνων. Από τα αρχαία αμπέλια των Καναρίων Νήσων μέχρι τα qvevris της Γεωργίας, ανακαλύπτει κρασιά που ξεκλειδώνουν τον πολιτισμό και την κληρονομιά με μεθόδους που τα συνδέουν με ανθρώπινες ιστορίες.
Βοήθησε να οριστεί τι πάει να πει «φυσικό» στο κρασί –ένας όρος που θεωρείται λάθος από πολλούς στην Ελλάδα και γι’ αυτό συχνά προτιμούν να χρησιμοποιούν αντ’ αυτού τον όρο «ήπιας παρέμβασης»–, αποκάλυψε την κατάχρηση όρων όπως «βιολογικό». Μελετώντας το κρασί από τη βάση, παραλληλίζει την προσέγγισή της με αυτή ενός ανθρωπολόγου. Διαφυλάσσει μέσω των κειμένων της ό,τι είναι αυτόχθονο στο κρασί, σεβόμενη τις απλές, αποτελεσματικές πρακτικές αιώνων. Από τα αρχαία αμπέλια των Καναρίων Νήσων μέχρι τα qvevris της Γεωργίας, ανακαλύπτει κρασιά που ξεκλειδώνουν τον πολιτισμό και την κληρονομιά με μεθόδους που τα συνδέουν με ανθρώπινες ιστορίες.
Το τελευταίο της βιβλίο είναι το «To Fall in Love Drink This» που κυκλοφόρησε το περασμένο καλοκαίρι. Έχει κυκλοφορήσει επτά βιβλία για το κρασί, έχει μεταφραστεί στα ιαπωνικά, τα γαλλικά, τα ισπανικά, τα ιταλικά, τα σλοβακικά, τα ουκρανικά και τα γεωργιανά, έχει βραβευτεί για το συγγραφικό της έργο. Έχει υπάρξει ανταποκρίτρια της «Wall Street Journal» και του περιοδικού «Time» ενώ κείμενά της έχουν δημοσιευτεί στους «New York Times» και στο «Noble Rot», στα «Town & Country», «Wine & Spirits», «World of Fine Wine», «Afar», «Food & Wine» μεταξύ άλλων.
Μιλάμε για την αδιαμφισβήτητη grande dame του φυσικού κρασιού, για τον άνθρωπο που πρέπει να παρακολουθεί κανείς αν τον ενδιαφέρουν τα κρασιά που ξεφεύγουν από τα συνηθισμένα. Βρέθηκε πριν από μερικές ημέρες στην Αθήνα και στο Τανίνη Αγάπη Μου της Ιπποκράτους, προκειμένου να μιλήσει για τη σημασία των φυσικών κρασιών, τη μοναδικότητα του χαρακτήρα τους και σχετικά με το γιατί ο κόσμος τα αναζητεί όλο και περισσότερο παγκοσμίως.
Της αναφέρω ότι αυτήν τη στιγμή στην Ελλάδα, και ειδικά στην πόλη μας, τα φυσικά κρασιά καταλαμβάνουν όλο και περισσότερο χώρο στα μπαρ και τα εστιατόρια, έχει αρχίσει να δημιουργείται ένα νέο κίνημα που έχει τους αντιπάλους του, ότι ακόμα και εκείνοι που δεν θα τα βάλουν στις λίστες τους συνήθως φροντίζουν να μου τονίσουν ότι δεν τα επιλέγουν γιατί δεν τους αρέσουν. Πώς φτάσαμε στο σημείο τα φυσικά κρασιά να βρίσκονται στο επίκεντρο της συζήτησης, είναι μια αναδυόμενη τάση; «Η αλήθεια είναι ότι μπορούν να είναι πολύ νόστιμα και προκαλούν έκπληξη». Λίγο πριν μιλήσει για πρώτη φορά στην Ελλάδα, της κάναμε μερικές ερωτήσεις.
— Θυμάστε το πρώτο κρασί που σας συγκίνησε;
Ένα barolo του 1968 από τον Giovanni Scanavino. Το ήπια το 1980.
— Τι το ιδιαίτερο έχουν για εσάς αυτά τα κρασιά; Γιατί τα πιστεύετε τόσο; Πότε γίνατε οπαδός τους;
Το 1999 κατάλαβα ότι ο κόσμος του μεγάλου κρασιού για μένα εξαφανιζόταν. Τότε δηλαδή που όλα ήταν cabernet, merlot και chardonnay και η γεύση τους ήταν σαν βόμβες από δρυ και φρούτα, συνειδητοποίησα ότι υπήρχε ένα μικρό τμήμα του Λίγηρα όπου τα κρασιά ήταν συναρπαστικά. Τότε ήταν που ανακάλυψα ότι τα κρασιά που με γοήτευαν ήταν αποτέλεσμα της βιολογικής αμπελουργίας, είχαν γηγενείς ζύμες, χαμηλό έως καθόλου θείο, δεν ήταν φιλτραρισμένα ή τουλάχιστον δεν ήταν πολύ, και ήταν χωρίς προσθήκες. Ήταν φτιαγμένα από ξεχωριστούς ανθρώπους και πολλά από αυτά ήταν συναρπαστικά. Κόλλησα.
— Υπάρχουν κάποιοι που υποστηρίζουν ότι κανένα κρασί δεν μπορεί να είναι απολύτως φυσικό, ότι ο όρος είναι παραπλανητικός. Ποια είναι η απάντησή σας σε αυτούς;
Ότι είναι εσκεμμένα αδαείς. Αυτό είναι σαν να λέμε ότι δεν μπορεί να υπάρξει φυσικός χυμός μήλου από βιολογικά φρούτα, χωρίς πρόσθετα, χωρίς περίεργες διεργασίες. Έτσι μπορεί να παραχθεί και ένα κρασί. Όπως αναφέρω και στο βιβλίο μου, συχνά πίνω κρασιά που έχουν ελάχιστα θειώδη και τα θεωρώ φυσικά.
— Υπάρχουν και εκείνοι που ισχυρίζονται πως ορισμένα φυσικά κρασιά είναι τόσο πειραματικές προσπάθειες που δεν είναι κατάλληλα για πόση, ότι κάποια είναι ακατάλληλα για κατανάλωση.
Χωρίς αμφιβολία, αυτό είναι αλήθεια. Μόνο που δεν νομίζω ότι είναι πειραματικές προσπάθειες, νομίζω ότι οι νέοι οινοποιοί υποτιμούν πόσο δύσκολο είναι να φτιάξουν ένα κρασί χωρίς θειώδη. Επίσης, η αγορά είναι τόσο ανεκτική με τα ελαττωματικά κρασιά, έτσι που υπάρχουν πολλοί άνθρωποι οι οποίοι μπορεί να πουλήσουν σοβαρά ελαττωματικά κρασιά και να ξεφύγουν, συμβαίνει δυστυχώς. Αλλά αυτό σημαίνει ότι πρέπει να προτιμήσουμε ένα κρασί φτιαγμένο με τον συμβατικό τρόπο που δεν έχει προσωπικότητα; Προσωπικά θεωρώ πως και αυτά τα κρασιά είναι ακατάλληλα για κατανάλωση.
— Πώς έχετε δει να αλλάζει και να εξελίσσεται η παραγωγή φυσικών κρασιών; Υπάρχει κάποια περιοχή που θαυμάζετε για τον τρόπο με τον οποίο εργάστηκε πάνω σε αυτά τα κρασιά;
Πριν από δύο δεκαετίες, όταν άρχισα να γράφω γι’ αυτό το θέμα, υπήρχαν ελάχιστα κρασιά ανά τον κόσμο που ήταν πόσιμα. Πάρτε για παράδειγμα την Ελλάδα, ήμουν τελευταία φορά εδώ το 1998. Βρήκα συναρπαστικά κρασιά, παλιομοδίτικα και αληθινά, αλλά έμπαιναν στη μέση οι γαλλικές ποικιλίες, έτσι, μέχρι το 2005 το ελληνικό κρασί είχε πεθάνει για μένα. Δεν υπήρχαν παλιά, όμορφα κρασιά που μιλούσαν ελληνικά. Και τώρα; Από το 2013 περίπου εμφανίστηκαν ξανά τόσα πολλά όμορφα κρασιά που επιστρέφουν στην παράδοσή τους. Η ίδια ιστορία έχει συμβεί στη Χιλή, στην Αυστραλία, στην Ισπανία. Θαυμάζω ιδιαίτερα τη Γεωργία και τα κρασιά της, που παρά την πίεση να γίνουν «πιο ευρωπαϊκά» –και υπήρχε μεγάλη πίεση– η κοινότητα του φυσικού κρασιού διογκώθηκε και έδειξε στον κόσμο ότι η ταυτότητά τους μπορεί να είναι εντελώς γεωργιανή, φυσική και να φιγουράρει σε λίστες κρασιών τριών αστέρων.
— Ποια ήταν λοιπόν η εικόνα του ελληνικού κρασιού στο εξωτερικό τότε και ποια είναι σήμερα;
Η άποψή μου για τον κόσμο του κρασιού δεν είναι η συμβατική. Τούτου λεχθέντος, εκείνοι που πίνουν φυσικά κρασιά θεωρούν ότι η Ελλάδα κάνει συναρπαστική δουλειά. Για τους πιο συμβατικούς πότες φοβάμαι ότι υπάρχουν μόνο δύο ποικιλίες, η ρετσίνα και το ασύρτικο από τη Σαντορίνη.
— Το οινικό ταξίδι που δεν θα ξεχάσετε ποτέ;
Το πρώτο μου ταξίδι στη χώρα της Γεωργίας.
— Ο μεγαλύτερος μύθος που έχετε ακούσει όλα αυτά τα χρόνια για τα φυσικά κρασιά;
Ότι είναι ακατάλληλα για κατανάλωση και ότι δεν παλαιώνουν.
— Ποιο είναι το κρασί που σας έχει ενθουσιάσει τον τελευταίο καιρό;
Από την αρχή της πανδημίας είμαι ερωτευμένη με τα οξειδωτικά κρασιά.
— Κάνετε απροσδόκητα pairings κρασιού και φαγητού;
Οι συνδυασμοί κρασιού και φαγητού δεν είναι το φόρτε μου. Σκέφτομαι τι θέλω να πιω και στη συνέχεια προσπαθώ να επιλέξω έναν συνδυασμό που να μην είναι κακός. Λατρεύω την πικάντικη ινδική κουζίνα με ένα long skin-contact κρασί που έχει άφθονα αρώματα πράσινου τσαγιού και ανθών πορτοκαλιού.
— Πώς ορίζετε έναν καλό σομελιέ; Ποια είναι η σχέση που πρέπει να χτίσει με τον πελάτη;
Είναι αυτός που μπορεί να ακούσει τον πελάτη και να βγάλει ένα εξαιρετικό μπουκάλι στην τιμή που εκείνος επιθυμεί.
— Ποια είναι η καλύτερη συμβουλή που σας έχουν δώσει σχετικά με τη δουλειά σας;
«Κάνε κάτι άλλο!».
— Η ποικιλία κρασιού που πιστεύετε ότι είναι υποτιμημένη;
Pais. Aligoté. Μανδηλαριά.
— Πολλοί φοβούνται να ασχοληθούν με το κρασί, θεωρούν ότι ο κόσμος του έχει κάτι το σνομπ. Πώς προτείνετε να αρχίσουν να το γνωρίζουν;
Δεν ήθελα να μάθω για το κρασί για τον ίδιο λόγο. Αλλά στο τέλος η μαγεία του με κέρδισε. Ξεκινήστε δοκιμάζοντας, ξανά, ξανά και ξανά. Βρείτε την περιοχή που σας ταιριάζει, επισκεφθείτε τη, δοκιμάστε και άλλα κρασιά, διαβάστε γι’ αυτά.
— Γιατί προτείνετε ένα wine bar για μια βραδινή έξοδο αντί για ένα τυπικό μπαρ;
Το φαγητό είναι συνήθως καλύτερο σε ένα wine bar, ενώ συνήθως μπορείς να παραγγείλεις και ένα καλό κοκτέιλ – έτσι καλύπτεις τις ανάγκες όλων.
https://www.lifo.gr/tropos-zois/gefsi/alice-feiring-osoi-ypostirizoyn-oti-kanena-krasi-den-einai-apolytos-fysiko-einai