Ο πανικός με τα κινητά δεν βοηθάει τους εφήβους
ΕΙΜΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ και τα τελευταία 20 χρόνια εργάζομαι για να εντοπίσω πώς τα παιδιά αναπτύσσουν ψυχικές ασθένειες. Από το 2008, μελετώ παιδιά ηλικίας 10 έως 15 ετών που χρησιμοποιούν τα κινητά τους τηλέφωνα, με σκοπό να εξετάσω πώς ένα ευρύ φάσμα καθημερινών εμπειριών τους, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης ψηφιακής τεχνολογίας, επηρεάζει την ψυχική τους υγεία. Οι συνάδελφοί μου και εγώ έχουμε επανειλημμένα αποτύχει να βρούμε πειστική υποστήριξη για τον ισχυρισμό ότι η χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας συμβάλλει σημαντικά στην εφηβική κατάθλιψη και σε άλλα συμπτώματα ψυχικής ασθένειας.
Πολλοί άλλοι ερευνητές έχουν διαπιστώσει το ίδιο. Και μάλιστα, μια πρόσφατη μελέτη και μια ανασκόπηση των ερευνών σχετικά με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και την κατάθλιψη κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι ένας από τους παράγοντες με τη μικρότερη επιρροή σε ό,τι αφορά την πρόγνωση της ψυχικής υγείας των εφήβων. Στους παράγοντες με τη μεγαλύτερη επιρροή περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, το οικογενειακό ιστορικό ψυχικής διαταραχής, η πρώιμη έκθεση σε αντιξοότητες, όπως η βία και οι διακρίσεις, και οι στρεσογόνοι παράγοντες που σχετίζονται με το σχολείο και την οικογένεια.
Στα τέλη του περασμένου έτους, οι Εθνικές Ακαδημίες Επιστημών, Μηχανικής και Ιατρικής στις ΗΠΑ δημοσίευσαν μια έκθεση που κατέληγε στο εξής συμπέρασμα: «Οι διαθέσιμες έρευνες που συνδέουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με την υγεία δείχνουν μικρές επιδράσεις και ασθενείς συνδέσεις, οι οποίες μπορεί να επηρεάζονται από έναν συνδυασμό καλών και κακών εμπειριών. Σε αντίθεση με την τρέχουσα πολιτισμική αφήγηση ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι καθολικά επιβλαβή για τους εφήβους, η πραγματικότητα είναι πιο περίπλοκη».
Η εστίαση αποκλειστικά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να μένουν χωρίς αντιμετώπιση οι πραγματικές αιτίες των ψυχικών διαταραχών και της δυστυχίας των παιδιών μας.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο εγώ και άλλοι ερευνητές δεν πιστεύουμε τις ιστορίες που λέγονται για τους εφήβους και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Το πιο πρόσφατο κύμα φόβου εξαπολύθηκε από το βιβλίο The Anxious Generation («Η γενιά του άγχους») του Jonathan Haidt, ο οποίος ισχυρίζεται ότι από την περασμένη δεκαετία ήδη η παρουσία του κινητού τηλεφώνου από την παιδική ηλικία έχει «αλλάξει τις συνδέσεις» στον εγκέφαλο των παιδιών μας προκαλώντας μια επιδημία ψυχικών ασθενειών, ιδίως μεταξύ των νεαρών κοριτσιών.
Φυσικά, ο Haidt δεν είναι ο μόνος που ισχυρίζεται ότι αυτές οι εφαρμογές προκαλούν τέτοια προβλήματα. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν συγκριθεί ακόμα και με την ηρωίνη όσον αφορά τον αντίκτυπό τους και έχουν κατηγορηθεί για πράγματα όπως η πτώση των βαθμολογιών στα μαθητικά τεστ και το γεγονός ότι οι νέοι κάνουν λιγότερο σεξ.
Αυτές οι ιστορίες ελκύουν ενστικτωδώς την προσοχή του κοινού – τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι σχετικά νέα και αποτελούν εύκολο αποδιοπομπαίο τράγο. Όμως η εφηβεία ήταν πάντα μια εποχή ανησυχίας: είναι η ηλικία αιχμής για την εμφάνιση πολλών σοβαρών ψυχικών διαταραχών και υπάρχουν πολλές ανησυχητικές στατιστικές για την ψυχική υγεία των εφήβων αυτήν τη στιγμή. Κανείς δεν θέλει τα παιδιά του να τα εκμεταλλεύονται στο διαδίκτυο ή να τα τροφοδοτούν με παραπληροφόρηση ή με σεξουαλικό και βίαιο περιεχόμενο. Τα smartphones και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης προσφέρουν στους ανθρώπους έναν κοινό εχθρό. Είναι όμως αυτοί οι σωστοί στόχοι;
Η πραγματικότητα είναι ότι οι μέχρι σήμερα μελέτες συσχέτισης μεταξύ της χρήσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και της ψυχικής υγείας των εφήβων, στη συντριπτική πλειονότητά τους δεν προσφέρουν κανέναν τρόπο να ξεχωρίσει κανείς την αιτία και το αποτέλεσμα. Όταν εντοπίζονται συσχετίσεις, τα πράγματα φαίνεται να λειτουργούν προς την αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη που μας λένε: Πρόσφατες έρευνες μεταξύ εφήβων υποδεικνύουν ότι τα πρώιμα συμπτώματα ψυχικής υγείας μπορεί να προβλέψουν τη μετέπειτα χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, αλλά όχι το αντίθετο.
Αυτό δεν αναιρεί τους πολύ πραγματικούς φόβους που έχουν οι άνθρωποι –συμπεριλαμβανομένων των νέων τους οποίους μελετάμε– σχετικά με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ούτε αναιρεί το γεγονός ότι πολλοί νέοι παλεύουν με προβλήματα ψυχικής υγείας. Η προσέγγιση με γνώμονα την ασφάλεια των παιδιών και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης είναι απολύτως λογική.
Αλλά το πρόβλημα με την ακραία θέση που παρουσιάζεται στο βιβλίο του Haidt και στα πρόσφατα πρωτοσέλιδα –ότι η χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας προκαλεί άμεσα μια μεγάλης κλίμακας κρίση ψυχικής υγείας στους εφήβους– είναι ότι μπορεί να υποδαυλίσει τον πανικό και να μας αφήσει χωρίς τα εργαλεία που χρειαζόμαστε για να περιηγηθούμε με συνέπεια σ’ αυτά τα πολύπλοκα ζητήματα.
Δύο πράγματα μπορεί να είναι συγχρόνως αλήθεια: πρώτον, ότι οι διαδικτυακοί χώροι στους οποίους οι νέοι περνούν τόσο πολύ χρόνο απαιτούν μαζική μεταρρύθμιση και δεύτερον, ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν «επανασυνδέουν» τους εγκεφάλους των παιδιών μας ή δεν προκαλούν επιδημία ψυχικών ασθενειών. Η εστίαση αποκλειστικά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να μένουν χωρίς αντιμετώπιση οι πραγματικές αιτίες των ψυχικών διαταραχών και της δυστυχίας των παιδιών μας.
Όλοι οι έφηβοι μαθαίνουν κάποια στιγμή πώς να πλοηγούνται με ασφάλεια στους διαδικτυακούς χώρους, οπότε το να κλείσουμε ή να περιορίσουμε την πρόσβαση στα smartphones και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι απίθανο να λειτουργήσει μακροπρόθεσμα. Σε πολλές περιπτώσεις, κάτι τέτοιο θα μπορούσε να αποβεί μπούμερανγκ: Οι έφηβοι θα βρουν δημιουργικούς τρόπους για να έχουν πρόσβαση σε αυτούς ή σε ακόμη πιο ανεξέλεγκτους χώρους και δεν πρέπει να τους δίνουμε επιπλέον λόγους να νιώθουν αποξενωμένοι από τους ενήλικες στη ζωή τους.
Η Candice L. Odgers είναι αντιπρύτανης και καθηγήτρια ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια
Με στοιχεία από The Atlantic
https://www.lifo.gr/tropos-zois/living/o-panikos-me-ta-kinita-den-boithaei-toys-efiboys