Πίτσα με marmite; Τη φτιάχνουν στη Lisa στην Κυψέλη
Σίγουρα υπάρχουν και άλλες του επιπέδου της, αλλά η ταινία που έχει αποκτήσει hype ως η χειρότερη όλων των εποχών είναι το «The Room» του 2003 και του Τόμι Γουαζό. Ενδεικτικά, στο tomatometer έχει πιάσει 25%, ενώ το κοινό του Rotten Tomatoes έδειξε μεγαλύτερη επιείκεια δίνοντάς του ένα 47%, αντιμετωπίζοντάς το προφανώς ως must see καλτιά. Αν είστε του imdb, εκεί αγγίζει το 3,6 στα 10. Έχει χαρακτηριστεί «ο Πολίτης Κέιν των κακών ταινιών», ενώ ο Τζέιμς Φράνκο γύρισε το (φανταστικό) «The Disaster Artist» για το πώς έφτασε να γυριστεί αυτό το ακατανόητο έργο, που δεν βλέπεται.
Σκηνή: Η Lisa σηκώνει το τηλέφωνο και παραγγέλνει μια πίτσα μισή αγκινάρα-πέστο, μισή ανανά-μπέικον. Κλείνει το τηλέφωνο. Επόμενη σκηνή: Μία πίτσα ντομάτα-τυρί πάνω στο τραπέζι. Όταν λοιπόν ένας μαθηματικός, ένας μηχανικός και ένας οικονομολόγος αποφάσισαν να ανοίξουν μια πιτσαρία (μοιάζει με ανέκδοτο, αυτοσαρκάζονται άλλωστε με αυτό) και ενώ έψαχναν μήνες ολόκληρους όνομα για το μαγαζί τους και είχαν απορρίψει αμέτρητα, και δεν ήθελαν να το ονομάσουν κάτι πολύ προφανές, είχαν αυτήν τη meta σκέψη, να τη βαφτίσουν με το όνομα ενός εκ των πρωταγωνιστικών ρόλων στην ταινία του Τόμι Γουαζό. Μετά από αυτή την ιδέα έπεσε στο τραπέζι και το Λίτσα ή Litsa (pizza) αλλά ήταν ήδη πιασμένο από μια άλλη πιτσαρία στην Εύβοια, ίσως καλύτερα.
Σε αντίθεση με την ταινία που έδωσε το όνομά της στην πιτσαρία, η Lisa βγάζει νόημα, και θα πετύχει χωρίς να χρειαστεί να περάσει στη σφαίρα του cult.
Όταν ήταν φοιτητές, ο Μάριος Καρτερολιώτης και ο Μάριος Κούλλουρος του The Foundry Hotel μαγείρευαν, σε αντίθεση με τους συνομηλίκους τους που τιμούσαν το ντελίβερι, και έλεγαν πως πρέπει να ανοίξουν μαζί κάτι. Μπορεί να πέρασαν κοντά δυο δεκαετίες από τότε, αλλά μόλις είδαν τον Σταύρο Tσάμη να παλεύει Οκτώβρη μήνα να φτιάξει πίτσα στην ταράτσα του ξενοδοχείου του Ψυρρή με τον αέρα να του παίρνει το αλεύρι αποφάσισαν και τι ακριβώς θέλουν να κάνουν.
Και τώρα έχω μια άλλη ωραία ιστορία, αυτή του pizzaiolo της Lisa που μπορεί και να σας εμπνέσει. Ο Σταύρος Τσάμης ζούσε στο Λονδίνο πριν από πέντε-έξι χρόνια και εργαζόταν σε μια τράπεζα. Μια μέρα, και ενώ καθόταν έξω από μια παμπ πίνοντας την μπίρα του, έβλεπε πολύ κόσμο να βγαίνει με κουτιά πίτσας από κάπου εκεί κοντά. Κοίταξε να δει από πού βγαίνουν όλοι αυτοί και είδε για πρώτη φορά το Franco Manca, την ποιοτική αλυσίδα που πρωτοξεκίνησε το 2008 στο Brixton Market, στο νότιο Λονδίνο, και αυτήν τη στιγμή μετράει περισσότερα από πενήντα καταστήματα.
Έπειτα από μια αλληλουχία συμβάντων στη ζωή του και μια απόλυση, βρέθηκε με κάποια λεφτά που είχε μαζέψει στη Νάπολη για να δοκιμάσει το φαγητό της και έπειτα παρακολούθησε και ένα σεμινάριο στην Associazione Verace Pizza Napoletana, στη δική τους επίσημη σχολή δηλαδή. Πριν από αυτό η μεγαλύτερη σχέση που είχε αναπτύξει με την κουζίνα ήταν όταν μετά το πρωινό ωράριο στην τράπεζα δοκίμασε να δει πώς είναι να δουλεύει κανείς σε επαγγελματική κουζίνα και βρέθηκε να βοηθάει σε ένα πολύ hyped εστιατόριο των early ‘10s. Στις τρεις μέρες τον έψαχναν, δεν άντεξε.
Πάντως με την πίτσα το πήρε ζεστά και δεν ξαναγύρισε στην προηγούμενη δουλειά του, έπεσε και πάνω στην ιστορία του «Πάπα» της πίτσας Anthony Mangieri και του έβγαλε νόημα. Αγόρασε έναν μικρό φούρνο και άρχισε να πηγαίνει σε συνοικιακά μαγαζιά, στα μέρη όπου σύχναζαν οι φίλοι του για μπίρες, και ρωτούσε τους ιδιοκτήτες αν μπορούσαν να τον φιλοξενήσουν για ένα pop-up.
Κάπως έτσι έψησε πίτσες στα πρώτα γενέθλια του Sushimou, έχει δοκιμαστεί σε γάμους αλλά και σε πανηγύρι. Έφυγε για stage στο Baest της Κοπεγχάγης, επέστρεψε και άρχισε να ψήνει πίτσες στον ξυλόφουρνο του The Foundry Hotel τα Σαββατοκύριακα, έπειτα βρέθηκε να ξεφουρνίζει αυτές του Proveleggios, έφτιαχνε αυτές της Pizzaslut που γνώρισαν επιτυχία μέσα στην καραντίνα και έπειτα ανέλαβε τα ξεφουρνίσματα του Τζετ στο Κουφονήσι. Πέτυχε η στροφή που αποφάσισε να κάνει στην καριέρα του.
O Σταύρος Τσάμης δεν θέλει να πουλήσει ότι προσφέρει αυθεντικές ναπολιτάνικες γεύσεις. Προσφέρει πίτσες σε συνταγές που διαφέρουν και είναι και γκουρμεδιάρικες. Στο pizza bar που έχουν στήσει στον πεζόδρομο της Φωκίωνος Νέγρη στην Κυψέλη, στον πάγκο που μοιάζει λες και καθόμαστε σε αυτές τις κουζίνες με τις τέλειες νησίδες, εκείνος στροβιλίζει μπροστά μας το προζυμένιο του ζυμάρι και πάνω του βάζει υλικά προσεγμένα, που η ποιότητά τους μιλάει.
Θα βρείτε μια μαρινάρα, την πιο λιτή ιταλική συνταγή με τη σάλτσα ντομάτας, το σκόρδο και τη ρίγανη, αλλά κάνει και τη marmite με μοτσαρέλα, προβολόνε, σκόρδο και αυτό το κλασικό βρετανικό άλειμμα που κάποιοι στο Λονδίνο σκέφτηκαν να το βάλουν σε πίτσα. Από τη μέρα που τη δοκίμασα από τον Σταύρο έχει γίνει η αγαπημένη μου.
Αν σας αρέσει η πίτσα pepperoni, εκεί θα την ευχαριστηθείτε, αν είστε του καυτερού, δοκιμάστε οπωσδήποτε και τη Lucifer με τη nduja. Η δική τους «πίτσα τέσσερα τυριά» έχει πέντε –μοτσαρέλα, πεκορίνο, γκοργκοντζόλα, μασκαρπόνε και παρμεζάνα–, κάνουν και μια πίτσα καρμπονάρα με αφυδατωμένο κρόκο αυγού και την A Forest για όσους θέλετε μανιτάρια στην πίτσα – εκεί χρησιμοποιούν δύο διαφορετικά είδη. Όσο για τη Lisa’s order, είναι ένα tribute στην «ελληνική» ζαμπόν-μπέικον-μανιτάρια. Χρησιμοποιούν σε αυτήν χοιρινή ωμοπλάτη Sary από τη Δράμα και κάνουν το δικό τους μασκαρπόνε, στο οποίο προσθέτουν και τυχόν φύρες από τα τυριά τους. Το αποτέλεσμα είναι επικό.
Με όσα τους περισσεύουν από τις παρασκευές για τις συνταγές τους θα προκύπτουν πίτσες ημέρας, τη μία μέρα που βρέθηκα εκεί είχαν βρει τρόπο να αξιοποιήσουν τα κοτσάνια από τα μανιτάρια. Επίσης, έχουν βρει τα κατάλληλα σκεύη προκειμένου το ζυμάρι τους να μένει τραγανό και να μην πανιάζει και αν σας αρέσουν τα σκορδόψωμα, να πάρετε σίγουρα για τη μέση. Σε αντίθεση λοιπόν με την ταινία που έδωσε το όνομά της στην πιτσαρία, η Lisa βγάζει νόημα, και θα πετύχει χωρίς να χρειαστεί να περάσει στη σφαίρα του cult.
Φωκίωνος Νέγρη 25, 6936 772165, από 7 έως 16 ευρώ
https://www.lifo.gr/tropos-zois/gefsi/pitsa-me-marmite-ti-ftiahnoyn-sti-lisa-stin-kypseli