Εκλογές στη γιορτή Κωνσταντίνου και Ελένης
Η ανακοίνωση του πρωθυπουργού Kυριάκου Μητσοτάκη για την διενέργεια εκλογών 21 Μαΐου στη γιορτή Κωνσταντίνου και Ελένης, έδωσε τέλος στο περιβόητο σίριαλ εκλογολογίας και σηματοδότησε επίσημα την έναρξη του προεκλογικού αγώνα, καθώς για πρώτη φορά στη μεταπολίτευση θα στηθούν κάλπες σε μια εκλογική αναμέτρηση που γίνεται με το σύστημα της απλής αναλογικής.
Όπως δήλωσε ο πρωθυπουργός πρόκειται για ένα προγραμματισμό απόλυτα συνεπή με τις συνταγματικές προθεσμίες για την διενέργεια των εκλογών, χωρίς εκτροπές αντίθετα με προηγούμενες πολιτικές, μικροκομματικές, προεκλογικές σκοπιμότητες, που συνήθιζαν να οδηγούν στην πρόωρη προσφυγή στις κάλπες κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης στην Ελλάδα.
Ήταν σαφέστατος κατά την πρώτη του προεκλογική ομιλία χθες στη Λαμία λέγοντας ότι η χώρα έχει ανάγκη από μια ισχυρή αυτοδύναμη κυβέρνηση και ξεκαθάρισε ότι οι πολίτες θα αποφασίσουν στις πρώτες εκλογές ποια κυβέρνηση και ποιόν πρωθυπουργό θέλουν να κυβερνήσει την χώρα, με την βεβαιότητα ότι θα δώσουν την αυτοδυναμία στη Ν.Δ. στις δεύτερες εκλογές.
Όσο πλησιάζει η ώρα της κάλπης που θα αποκαλύψει την βούληση του λαού, τόσο θα μεγαλώνει η αγωνία για τα κόμματα, άλλα για το κυβερνητικό πολιτικό τους μέλλον και άλλα για την σταθεροποίησή των και την πολιτική τους επιβίωση.
Όλα τα κόμματα επικοινωνιακά προβάλουν την αισιοδοξία τους λέγοντας ότι θα σαρώσουν στις εκλογές, κατά βάθος όμως γνωρίζουν ότι τα πολιτικά τους όνειρα μαζί με τα ψευδοαφηγήματα της προεκλογικής περιόδου, τελειώνουν το βράδυ των εθνικών εκλογών.
Η Νέα Δημοκρατία κυβέρνησε σε μια δύσκολη τετραετία, ίσως την δυσκολότερη κατά τη διάρκεια της μεταπολιτευτικής περιόδου και παρά της αλλεπάλληλες όλων των ειδών τις κρίσεις, κατάφερε μετά από την ικανοποιητική διαχείριση των να διατηρήσει σύμφωνα με όλες τις δημοσκοπήσεις ένα σταθερό σημαντικό προβάδισμα έναντι της αξιωματικής αντιπολίτευσης του ΣΥΡΙΖΑ.
Η πολιτική σοβαρότητας και η υπευθυνότητα; που τήρησε σε όλους τους τομείς για αντιμετώπιση όλων των επιπτώσεων που προέκυπταν από τους εξωγενείς παράγοντες εκδηλώσεις των προβλημάτων, διατηρήθηκε σε υψηλό επίπεδο σε όλη τη διάρκεια της κυβερνητικής της θητείας.
Ακόμη και το γεγονός ότι ο Κ. Μητσοτάκης δεν αποφάσισε προσφυγή στις κάλπες τον Σεπτέμβριο – Οκτώβριο 2022 που η διαφορά της Ν.Δ. από την αξιωματική αντιπολίτευση κυμαίνονταν 7-8 μονάδες και έμεινε στην κυβέρνηση να αντιμετωπίσει τα προβλήματα από τον δύσκολο ενεργειακό χειμώνα, χαρακτηρίζεται στάση υψηλής σοβαρότητας και πολιτικής υπευθυνότητας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ σε αυτές τις εκλογές βρίσκονται σε δυσμενέστερη θέση και αυτό δεν οφείλεται μόνο στην πολιτική και στην ιδεολογική παρακμή των, αλλά κυρίως στην ανωτερότητα που προσδίδει το επιτυχημένο κυβερνητικό δείγμα γραφής που έχει δώσει μέχρι σήμερα η Νέα Δημοκρατία.
Το ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του 2019 είχε πάρει 8,10% και ασκούσε σε γενικές γραμμές μια μετριοπαθή εποικοδομητική πολιτική αντιπολίτευσης στο κοινοβούλιο, ψήφιζε αρκετά νομοσχέδια της κυβέρνησης, ευρισκόμενο σε ήπια αντι ΣΥΡΙΖΑ πολιτική γραμμή.
Η εκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη στην προεδρία του ΠΑΣΟΚ έδωσε νέα πνοή στο κόμμα και στις δημοσκοπήσεις είχε φθάσει μέχρι 15% έως 17% σε σημείο που εκείνη την περίοδο συζητούσαν για ντέρμπι στην δεύτερη θέση με τον ΣΥΡΙΖΑ που υποχωρούσε στο 20% έως 23%.
Σήμερα για τους γνωστούς λόγους και όπως ομολόγησε και ο ίδιος ο Ανδρουλάκης το στοίχημα για το ΠΑΣΟΚ είναι να φτάσει σε διψήφιο ποσοστό.
Στον ΣΥΡΙΖΑ συνεχώς επαναλαμβάνουν ότι θα κερδίσουν τις εκλογές, όμως ταυτόχρονα ομολογούν οι ίδιοι ότι θα χάσουν αφού κατηγορούν τον Μητσοτάκη ότι οδηγεί την χώρα σε δεύτερες ακόμη και σε τρίτες εκλογές, δηλαδή παραδέχεται την ήττα τους.
Στην πραγματικότητα καμιά αντιπολιτευτική τακτική κατά την διάρκεια της τετραετίας σε ότι αφορά την διαχείριση των κρίσεων από τη Νέα Δημοκρατία δεν πέρασε με επιτυχία από τον ΣΥΡΙΖΑ, γιατί δεν υπήρχε καμία συγκεκριμένη εναλλακτική πρόταση, μόνο μια ανούσια καταγγελτική πολιτική και καταστροφολογία.
Στην ουσία στις εκλογές αυτές με την στρατηγική τους το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ κάνουν περισσότερο εύκολη την επιλογή των ψηφοφόρων του 39,53% που ψήφισαν Νέα Δημοκρατία το 2019, για να εμπιστευθούν και πάλι τον Κυριάκο Μητσοτάκη πρωθυπουργό με αυτοδύναμη την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας.